Όπως ένας αδέξιος θεατρίνος
π’ όλο ξεχνάει τα λόγια του, αγχωμένος,
και σαν το άγριο, λυσσασμένο χτήνος,
που την καρδιά του τρώει περίσσιο μένος,
Μου λες ...
Έτσι σιάχτηκε ο άνθρωπος λες , με στόφα λεκιασμένη
και με το πανωφόρι μακρύ , λες για να το σέρνει , περαστικά
πάνω σε πλάκες άδειες , βρεγμένων πεζοδρομίων, σαν αντίλαλο
σαν μια ανάμνηση αυτού που ήταν , αυτού που δεν θα είναι ποτέ πια
δίχως ευθύνη να έχει ποτέ ο περαστικός που αδιέξοδα τρέχει στο εγώ του
έτσι κι εγώ, που ν’ ανοιχτώ φοβάμαι,
ξεχνώ τα λόγια της αγάπης τ’ άγια
λειωμένος απ’ το εντός μου πάθος, να με,
Συνεχίζεις να λες....
Σιάχτηκε να πετά καταραμένα στο κύμα ότι θα υμνεί αιώνες
να ξορκίζει σε ουρανούς , ότι αλυσοδέθηκε ανεξάντλητα στου νου τα κύτταρα
να κοιτά με χέρια τυφλά , ότι δεν αντέχει να αισθανθεί στου χρόνου τη ρωγμή
για να θυμάται αυτό που ήταν, αυτό που δεν θα είναι ποτέ πια
δίχως ευθύνη ποτέ να έχει , της κρίσης του εγώ μας η βολική μεταφορά
δίχως ευθύνη ποτέ να έχει , της κρίσης του εγώ μας η βολική μεταφορά
Άσ’, της καρδιάς μου που φωνάζει, να ’ναι
οι στίχοι μου, λοιπόν, βουβοί αγγέλοι,
κι απόκριση κι αγάπη να ζητάνε
πιότερο απ’ όσα η γλώσσα να πει θέλει.
Γι αυτό κι εγώ απόψε θα πετάξω, με το σύννεφο τ' άπιαστο ένα
και το μακρύ μου πανωφόρι θα ξεσκίσω, αυτό που ανάμνηση λακκούβας στάζει
και τις αλυσίδες θα πριονίσω , που δεσμώτη σε τρικάταρτο θεριό με θέλησαν
και τους καιρούς θα ξορκίσω στου άπειρου, την θολερή δαπάνη
και χρέος μόνο θα 'χω , μιας γύμνιας αδύναμων αληθινών την παραδοχή
Μάθ’ όσα ο πόθος μου έχει να σου πει
τα μάτια σου θ’ ακούνε στη σιωπή.
Αγάπες άσπονδες λήθης
των σιωπηλών ανόητων θεριστών τα στάχυα
και στης αφανούς αφής το δέος σπονδές πανάρχαιες
με ξεσχισμένα στα πόδια τα ιμάτια μετέωρης μετανοίας
με κουρελιασμένα στα χέρια το συντρίμμι αχανούς μετανάστευσης
με τσακισμένες στα δάκτυλα λόγου ξεθωριασμένου τις αιχμηρές ακίδες
Η σάρκα μου η νωθρή, σκέψη αν γινόταν,
η απόσταση για ’με δε θα μετρούσε,
αφού, παρά τ’ όποιο κενό θα ’ρχόταν,
όσο μακριά κι αν ήταν, εκεί που ’σαι.
Anja Buhrer |
Δυο φτερούγες ερωδιών λικνίστηκαν, δυο ωκεανοί ανακατώθηκαν
δυο σύννεφα κοιτάχτηκαν , στων ουρανών το εύπλαστο συνονθύλευμα
και τράνταξε το κύμα ξυπνημένης θάλασσας και βάθυνε η φωνή της
και σείστηκε του βυθού το ανόσιο θάμπος τρομαγμένο
και σε πέντε ανέμους διασκοπρίστηκε του χρόνου η βουλή
Τι κι αν πατούσα τότ’ εγώ στα ξένα,
μακριά ’πό σένα, αφού πετάει η σκέψη
από στεριές και πέλαγ’ αφρισμένα,
κι όπου θελήσει, εκεί θα ταξιδέψει;
έτσι έμελλε να ταξιδέψει βούλησης και αποθυμιάς , το αιώνιο σκαρί
ερήμην ερώτων , στου έρωτα τη γη
ερήμην βούλησης , αποθυμιάς η πιο γιγάντια χαράδρα
ερήμην λόγου, του λόγου ο ύμνος
ερήμην αφής , του αγγίγματος το πιο πορφυρό
ερήμην ανάσας , ο νους ν' ανταμώνει το μέγιστο του τρανταγμού
Στη σκέψη, αχ, πως δεν είμαι σκέψη σβήνω,
που φεύγεις και να τρέξω δε μπορώ,
και καρτερώ, όπως είμαι, μες στο θρήνο,
μια μάζα σκέτο χώμα και νερό.
Phillip Schumacher |
Μικρό των θνητών το μεγαλείο
Νεκρικοί και οι μύθοι των παραδείσων τους
σαν φωνές και βήματα δεν τραντάζουν τις φλέβες τους
Σκιώδη κομμάτια και της λήθης οι εξόριστοι
σαν των άστρων το αντιφέγγισμα ποτέ δεν θαυμάζουν
σαν τη ζωή με ύμνο δεν δοξάζουν
Άλλο από δάκρυα, ετούτα τα στοιχεία
Παρενθετικά : Shakesphear / Σονέτα 23 & 138
Photographers: Adolf Panonskij / Anisja Rossi / Qin Yonglun & Philip Schumacher
O Tom Odell, προειδοποιεί...αρκετά αναλώθηκε η θλίψη, η αντοχή , η κατανόηση στο χθες,
τώρα θέλουμε μόνο ότι αξίζουμε...και αυτό είναι οριστικό!
Photographers: Adolf Panonskij / Anisja Rossi / Qin Yonglun & Philip Schumacher
O Tom Odell, προειδοποιεί...αρκετά αναλώθηκε η θλίψη, η αντοχή , η κατανόηση στο χθες,
τώρα θέλουμε μόνο ότι αξίζουμε...και αυτό είναι οριστικό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου