"Η θάλασσα.Είναι τόσο καλοβαλμένο
το συναίσθημα μέσα στη λέξη.
Η θάλασσα....θάλασσα...Σφαλνώ τα μάτια μου
και το λέω έτσι απανωτά με πολλά "σσσ",
το λέω σιγανά και τ' αφουγκράζομαι...."
Κι όταν η θάλασσα η απέραντη τα πέλαγα της θα στερεύει
θα χύνεται ξανά νωχελικά, μιας ανάσας άχραντο μελάνι
αχόρταγα να το ρουφά, του κάθε κύτταρου το τραύμα
κρατήρας αδέσποτος και αιώνια ανοικτός ,
γάζα γαλάζα να εκλιπαρεί με μια ικεσία
στερνό ξύλινο κατάρτι, να θεριεύει
ίσαμε της νεφέλης το αέρινο συστατικό
τις ώρες τις καθαγιασμένες
που τα μάτια σε ουρανό χαρίζονται
τις ώρες τις καθαγιασμένες
που τα μάτια σε ουρανό χαρίζονται
και θάλασσα έγινε μια σκέψη
και κύμα λούστηκε ο γλάρος που άκαρδα φυλακίσαμε
μ\ ένα θεριεμένο κατάρτι δούρειο τρυπώντας του ουρανού το άπειρο
καθρέφτης μαρτυρικά πιο μπλάβος , τώρα να θωρεί
μιας θάλασσας το γιατρεμένο πια αλάτι
με ένα λόγο νωχελικά λευκά
με ένα λόγο νωχελικά λευκά
"...Κι ακούγω τότες όλα τα κύματά της τα καλοκαιρινά,
που ξεσέρνουνται σουσουριστά
στο στρωτό αμμογιάλι και στα λιστρίδια.
Αχεί και τραγουδά ακοίμητη μέσα στη λέξη...."
Κι η ματία
άγκυρα πλεούμενη ας γενεί, ανάλαφρη σκιά
κάβος λυτός και λυτρωμένος από λιμάνια και σταθμούς
πυξίδες και ραντάρ κατεστραμμένα από τους χρόνους
έτσι να αφήνεται να πλέει
χορεύοντας στ' αχόρταγο μονοπάτι μιας υδάτινης φωτιάς
ακροβατώντας ανάμεσα σε κύματα και νεφέλες και αντάρες
δίχως σε στεριάς τ' αμπάρια να καταδέχεται
τη ρότα του να στρέψει
τη ρότα του να στρέψει
- και μετά
- και τι μετά
- τι έγινε μετά
- μετά....
Σαν οι Νεφέλες ξεδακρύωσαν
εξάτμιση θαλασσινού θεριού πως ήταν θυμήθηκαν
μια βουτιά τους άρμοζε σ'αφρούς και σε αλάτι
κρεμάμενες από ολόλευκες φτερούγες
ουρανούς απαρνήθηκαν για ένα κύμα αλμυρά βαμμένο
για μιας θαλασσινής γραφής
την αρμυρή σελίδα
για μιας θαλασσινής γραφής
την αρμυρή σελίδα
"...Κι η λέξη είναι σαν το κοχύλι,
που σαν βάλεις το αυτί σου στο άνοιγμά του
ακούς τις φωνές του πελάγου.."
που ναι για πάντα κλεισμένες μέσα στους γύρους τους,
να ρχονται απ' αλάργα σαν να μιλά η ψυχή της θάλασσας."
- μα πως..
- πως..πως η γη, πως ο ουρανός, πως το σύμπαν το αιώνια θολό
μιας νότας δραπέτης η στερνή κραυγή
αχόρταγα διαμελίζει ένα δάκρυ παγωμένο από χειμώνα
μιας ομορφιάς την αίγλη την παλιά σα ανεστωράται
σεντούκι αμπαρωμένο , με συντεταγμένες παραδομένες στο φως
- και τι έγινε τότε..
- χρώμα , φως , βροχή, άλμπουρο
κι εκείνο το άλμπαντρος..
σιωπηλός συνοδοιπόρος , πάντα αγέρωχα ανασαίνοντας..
"...ακούς τις φωνές του πελάγου.."
που ναι για πάντα κλεισμένες μέσα στους γύρους τους,
να ρχονται απ' αλάργα σαν να μιλά η ψυχή της θάλασσας..."
βράχια να κοκκινίζουν στο δείλι
και αιμοβόροι πειρατές ξανά να κρύβουν τα σπαθιά
και το λιοντάρι του κάστρου ξανά να μη βρυχάται ζωντανό
και ένα συμπόσιο θαλασσινό,
ζωή να δανείζει στο διάφανο τ' ουρανού
(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Παρενθετικά Στρατής Μυριβήλης
Sculpture: Jil Brunel
ζωή να δανείζει στο διάφανο τ' ουρανού
(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Παρενθετικά Στρατής Μυριβήλης
Sculpture: Jil Brunel
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου