"Συχνά για να σκοτώσουνε τον άδειο τους καιρό
οι ναύτες παίζουν με «άλμπατρος» που πιάνουν επιτήδεια
τεράστιους γλάρους που πετούν απάνω απ’ το νερό
κι ακολουθούν, νωχελικοί συντρόφοι, τα ταξίδια.."
_._
Στάθηκα και την κοίταξα στερνή φορά
δεν το ήξερε
μα κρυφά είχα φύγει
τώρα με θρόνο μια νεφέλη αέρινη την κοιτώ
πάλι γδέρνει σιγανά τα πετσιά των νυχιών της
την κοιτώ ακόμα
τα μάτια της κοιτάνε περήφανα κενά
προκαλώντας θεούς σάτιρους εγωιστές
απροσδιόριστα αγαλματένια
δε σαλεύει
ούτε καν να ξεγελάσει κανένα πως ζει
στύλωσε τα μάτια, περαστικό αλμπατρός
σαν από πάντα κολλημένο στον αφρό
σα δαίμονας που πεισματάρικα τσαλαβουτά
και σπέρνει αφρούς το κύμα
μη ειρηνέψει και την καρίνα απαρνηθεί
_._
"Κι όταν στο κατάστρωμα, πατήσει το ένα πόδι,
απ' την αδέξια μορφή του, το ράμφος κοκκινίζει,
αφήνει τις φτερούγες του, σιγά-σιγά από τόλμη,
σα δυο μοναχικά κουπιά, που κάποιος δε τα σέρνει..."
_._
Τώρα θα περπατήσει το κατάστρωμα
Θα στρίψει τον καπνό
νωχελικά , σχεδόν σοβαρά
όσο σοβαρά δεν υπάρχει στην πλάση της τίποτες
θα χαρίσει μόνο τρία βλέμματα
ένα στο συννεφένιο θόλο
που στη γη τη συγκρατεί με νύχια και σπαθιά
ένα στην θάλασσα την πανούργα
που στα πόδια της , την ψυχή της ακουμπά
κι ένα στο πετούμενο αλμπατρός
που πάντα την κοιτά γυμνά
λίγο πριν κραυγάσει
σοβαρά φασαριόζος
"Βίρα τα πανιά καπετάνιε, χειμώνας του νότου γλυκερός"
_._
"Πως ο περήφανος ταξιδευτής, τη δείλια δε προστάζει!
Αστείο που 'ναι άχαρος, με στιλ νεφελοβάτη!
Ένας με το τσιμπούκι του, στο ράμφος το χτυπάει,
κι άλλος, σα κακός ηθοποιός, χλευάζει και γελάει..."
_._
κι ο δικός της καπνός
να , όπως ακριβώς το περίμενα
αυτός ο αχνός καπνός
πάντα ραντισμένος με μέντα
και μόνο μια ιδέα του
να διαπερνά σιγανά τα φτερά ως το ράμφος
αυτός δε με ενοχλεί
δε με αγγίζει καν , περιφρονώντας με
ανηφορίζει προς τις νεφέλες
θαρρείς γραφτό είναι
μιας συννεφένια συνωμοσία
την ανάσα να ποτίζει σε απέραντο ουράνιο κήπο
κι ύστερα να χάνεται υπάρχοντας
-δίχως μήτε κηλίδα ίχνος στου ουρανού το διαυγές-
ακόμα πιότερο δυνατός
πάνω στην πλάση τούτη
ανίατο κενό και αδέσποτος κρατήρας
ευλαβικά αόρατος
έξυπνα αφανισμένος σε ανέφελες σκιές
_._
"..Ίδιο το βάρος του ποιητή, ως ξένοιαστος του αγέρα,
παράλληλος των καταιγιδών,
το Νου του δε γυρνά,
και όταν φτάνει ακέραιος, στης κοινωνίας τη πλάνη,
ξεπέφτει γιατί δεν χωράν,
τα πούπουλα στην άκρη..."
_._
Στέκεται ακόμα εκεί
με τ' αόρατο
αιώνια παγιδευμένο στην ορατότητα τούτη
στη διαυγή του ουρανού αντάρα
καλά προφυλαγμένο
πίσω από μάτια ανεμοδαρμένα
από του χθες και του αύριο την πεζή χυδαία απειλή λυτρωμένο
αυτή που αλλοπαρμένου ποιητή τα μάτια
να σκιάζει δε βαστά κι αποχωρεί
Δε θα ανάψει άλλο καπνό
θα σταθεί ώρα πολύ
με μάτια παράλληλα του τώρα
και νου διαγώνια του πολύ
χιλιοστά κατακόρυφα των κραυγαλέων εποχών
μίλια νότια στου χαμόγελου μια πιθανή καμπυλότητα
Πάλι θα ζηλέψω
και θα σταθώ να την κοιτώ να χάνεται
στα σοκάκια της άχνης των κυμάτων
να αρμενά
με ότι ερμητικά δικό της κραδαίνει
από του λίγου την τιποτένια συντεταγμένη
ιερά προφυλαγμένο
(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Έργο Ζωγραφική: Marek Langowski
Charles Baudelaire (1821-1867)
Τολμηρό εγχείρημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι ωραίο.
Μου αρέσεις Νεφέλη...
τολμηρό εγχείρημα
Διαγραφήείναι να φεύγεις σε Νεφέλες , όμορφε Φοίβο..
στην αέρινη σταθερότητα τους κρύβεται η ασήμαντη υπεραξία μας !!!