E. Chatzidaki/[Oil on Canvas] |
"Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται..."
πόσο ήσυχα νεκροί περπατούν
φιγούρες δραπέτες από του Μονέ τη μοναξιά
χάζεψα τα μάτια τους τα αδειανά
δε μου θύμισαν το γέλιο από παιδιά στο σοκάκι
μήτε και του θέρους το πιο ανάλαφρο φιλί μάθανε να φοράνε
μόνο τους μέλημα να περπατάνε για κάπου
να μιλούνε για όπου,
να κοιτούν δίχως να θωρούν μια ξεπεσμένη τροχιά περαστική
να πεθαίνουν , όμορφα με μια μάσκα ζωντανή
σε δρόμους άγνωρα γνωστούς
να καρφώνουν βήματα στο πουθενά παρά πέντε
να σημαδεύουν αγάλματα στο τίποτα και κάτι
να ανασαίνουν , δίχως ανάσας ανάγκη
πόδια ερμητικά καμένα σέρνοντας,
γης αλλόκοτης ηφαιστειακή λάβα
παγωμένα νεκρωμένη από καιρούς
όμως
πάντα ένα όμως , ένα τόσο όσο όμως
πάντα εσύ , ένα όμως
" Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
κι έλεγε ο ποιητής
πως είναι τύχη και ευδαιμονία
σα ένα βλέμμα ανάγκη να μην έχει για σκιά
να κρυφτεί
και με ένα οικειοθελώς να εισβάλει στο δικό σου
και σε ρωτούσα " τι να λέει..τι να θυμάται τώρα πια"
τα βήματα ξένα συνέχισαν
βήματα των πολλών , ευλαβικά καθώς πρέπει
σε συντεταγμένες προδιαγεγραμμένες
καθώς δεν θα πρεπε
μα δε με ένοιαζε πια
ποτέ πια δε θα με ένοιαζε
μήτε πλάι πέρασες βιαστικά
μήτε παράλληλα , μήτε και σε ιερή ευθεία
μήτε και σε συντεταγμένες άρρωστες
φοβισμένων και θλιβερών θνητών
και αμφιβόλου προελεύσεων σταθμών
μόνο σε μια καμπυλότητα του χωροχρόνου
ιερά σμιλευμένη και απόκρυφη
-των συλημένων νεκρών τη λήθη προσπερνώντας-
αυτή που μόνο σαλεμένοι ναυτικοί θωρούνε καθάρια
σα σ' άλλους κόσμους όμορφους τη ρώτα τους συστρέφουν
με μάτια γιομάτα των φάρων όλων το στιγμιαίο φως ,
και χορτασμένα το λήθαργο το θανατικό
μιας όμορφης οικειοθελούς πλάνης
κι όση σκόνη ψυχής ασάλευτης μου πήρες να βαστάς
τόση σου κράτησα κι εγώ να ταξιδεύω
τα πέρατα ωραίων θαλασσών
που λίγοι τα πατούνε
κάποιοι με ρώτησαν τι ήσουν
μα που να με ακούσουν μέσα στα μετρημένα τους βήματα...
" Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ..."
σε ντύθηκα και σε γδύθηκα
βασανιστικά
σε κράτησα και σε έχασα
λυτρωτικά
σε πλύθηκα και σε ταξίδεψα
ιερόσυλα
σε γιόρτασα και σε έβρισα
ανατρεπτικά
σε έμαθα και σε ελευθέρωσα
σε θέλησα και σε έδιωξα
αλώβητα
στο Όλον του τίποτε
στις πολλαπλές φωνές μιας καμπυλότητας
και μέχρι να νυχτώσει
κάπου ανάμεσα στα βήματα των βιαστικών τίποτα
σε μια καμπύλη τροχιά μακριά της ανοησίας
νότια αποκομμένα αφανούς υποκρισίας
σε άγγιξα
(C) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Παρένθετη ποίηση: Νικηφόρος Βρεττάκος [Οι μικροί Γαλαξίες]
Abstract Painting : VaGo [E. Chatzidaki]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου