Να πατάς την γη την καμμένη
και να φωνάζεις , θα τα στήσω όλα ξανά
Η πόλη ερήμωνε , στερνή προσπάθεια κραυγής
κι εκείνη η σιωπηλή απειλή απλωνόταν όλο πιο πολύ
σε σοκάκια, σε λεωφόρους σε ότι κουβαλούσε βήματα
κι έγινε βράχος συμπαγής ο φόβος για ένα σκοτάδι
Να κοιτάς ψηλά εκεί που κάνει φως
και να κραυγάζεις , εγώ ο θεός είμαι το φως
Στα σοκάκια δεν έτρεχαν πια φωνές παιδιών
κι ένας παράδοξος ψίθυρος ονείρων εξατμιζόταν
οι Ερινύες ανήκαν πάντα σε μικρές ψυχές τα βράδια
και στο βρόχινο σωρό του χρόνου, ελπίδες κοιμισμένες
Να κοιτάς τα βράχια με μάτια φωτιές
και να ξέρεις βαθιά μέσα σου, όλα είναι εκεί, δικά σου
Η ρωγμή τούτης της εποχής, μαστίγιο
και τα λάθη και η λήθη, σε ψυχρό τραπέζι νεκροψίας
το "αύριο" στεκόταν εκεί, μια ανάσα παραπέρα
ψυχρά σκεπτικό να αναρωτιέται πως όλοι το αρνήθηκαν
Να πατείς τη γης, την όμορφη αφέντρα του καιρού
και να τολμάς να ονειρεύεσαι τ' άστρα, κάστρα μιας άγνωρης θέας
(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου