Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Βόρια της Νύχτας




αργά και τέταρτο, παρά πέντε
τι παραμύθι να σου πω τώρα...
διάβολος η άγιος...τι σε φτιάχνει..

"....ξεχάστηκα και πέρναγαν οι εποχές μου
  άλλοτε ηλιόλουστες κι άλλοτε συννεφένιες, τρύπια σοφία"

Ναι , σιγά μην πέρναγαν και οι αιώνες και τα τραμ
τι Εποχές λογάται μια ιδέα, γερνάς μαζί μου κι εσύ φουκαρά
μα ιδέα , από μια άλλη ιδέα τι να φοβηθεί και τι να θυμηθεί

Σιωπή λοιπόν,
τώρα λέω εγώ , σιωπή
ένας ύπνος , ένας όμορφος ύπνος
το φως έσβησε , όπως σβήνει πάντα πριν ένα ύπνο

"...θέλω μια βόλτα, να γελώ , να τρέχω, να φωνάζω
  να ακούω τον παφλασμό από το κύμα, να ταξιδεύω, να θέλω ένα θέλω
  ένα κήπο με χρώματα, με μυριάδων πεταλούδων το σαματά  "
.....................................................................................................................
"θέλω, θέλω, θέλω...."

κι έκανε φως κι ηταν οι πλάκες ξανά εκεί, να τις πατώ
κατω από τα πόδια μου, και ήταν εκείνη η ίδια εποχή
κι ας είχε νεφέλες ο ουράνιος θόλος, και στάλες η πλάση
κι ας πάγωναν πάλι τα δάκτυλα πάνω στο ξύλινο στασίδι
κάτω από του θεού το Φθινόπωρο και τις μαρμάρινες θεες

"...δεν θυμάμαι πότε και αν ερωτευτηκα ποτέ..
  μα πάνε χρόνια θαρρώ, έτσι θαρρώ..."

ίδιο το μέρος πάντα, πολύβουο κι ερμητικά ασπρόμαυρο
όπως το κράτησε ο φακός , όπως το αρνιέται η λήθη επίμονα
όταν του βάζει χρώματα ,  χαμογελαστές κι οργισμένες θεές πινελιές 
περνώ ξανά την ίδια πύλη, με νου κενομένο από της καρδιάς τη ζάλη
μετρώ βήματα τσαλαπατώντας την ίδια πλακόστρωτη ανισορροποία
δε ξέρω αν υπάρχεις πια και το πλήθος με σκουντα και με σπρώχνει
μα γυρνώ πάντα και πάλι εκεί στου σταματημένου  χρόνου τη ρωγμή
να κλείσω συμπαγώς το κενό, να βρω του δαίμονα το λαξευμένο στοιχειό

"...θα καθήσω εδώ να ξαπωστάσω από της ζωής το θόρυβο
  πικρόγλυκια γεύση του δειλινού που απόμεινε .."

ο ίδιος θόρυβος του ηλεκτρικού, όπως όταν με ξάφνιαζε σα παιδί
η ίδια σύραξη ανρώπων μόνων , περαστικών άγνωστων βιαστικών βημάτων
η ίδια ξύλινη κατασκευή, διαβρωμένη κι αφημένη σε μια γωνιά του χρόνου
κάθησα ξανά εδώ, με τα φευγαλέα περιστέρια , διαβάτες σιωπηλού καιρού
να αντέχω τούτης της στιγμής τον άρρωστο ήλιο, κρύο να βρυχάται αντίθετα των εποχών
καρτερώντας μια βροχή να φωνάζει Φθινόπωρο, να κραυγάζει "υπάρχεις" πάλι
μα κοιτώ το κενό και δεν υπάρχεις πουθενά , παρά στων καθρεπτών την παραμόρφωση
αυτή που σε φέρνει πάντα εκεί, να υπάρχεις μα να μη φαίνεσαι, ξενόφερτος οδοιπόρος

"...σου είπα έχει μοναξιά η πόλη τούτη και δεν μπορείς να τη σβήσεις
  κι εσύ επιμένεις να μένεις ανυπεράσπιστα φαντασμένη και φευγάτη ηλίθια "

μετά θα περπατήσω ξανά , τα σοκάκια θα είναι στοικά ίδια και τούτα
ο σαματάς του ανομοιόμορφου πλήθους των περαστικών, βήματα, όλο βήματα
και εκείνο το μαγαζάκι με τα τρεία σκαλοπάτια θα πουλά ακόμα νεράιδες
φτηνά φτιασιδωμένες με πολύχρωμα κουρέλια και αλαβάστρινα χαμόγελα
με λογιών λογιών χρώματα , αυτά που διαλαλούν του ονείρου το ασταθές
αυτά που μια κανακεύουν τη μνήμη , να ανεστορείται τα καλά περάσματα
κι αυτά που πνίγουν το λαιμό , σα του καλοκαιριού ανελέητη βροχή απουσίας
όλα θα είναι ακριβώς εκεί, εκει που τα άφησα με μια λήψη του φακού ασπρόμαυρη
όλα εκεί για πάντα , να ζητούν της απουσίας την κραυγαλέα παρουσία να γιατρέψουν

"...κι  επιμένεις ανόητη να περπατάς κάτω από τούτα τα βλέματα
  τι ζητάς , που δε ζητάνε όλοι τούτοι οι περαστικοί ζητιάνοι, κουρέλια της γύμνιας"

τις ρώτησα και μου πάνε σε βάφουν, φευγαλέο και περαστικό κομμάτι των πολλών
σε πείσμα του καιρού και της βροχής των εποχών νέες θαρρεις πεισματικά κοιτάνε
ικέτιδες και προστάτιδες , τις έχω ορίσει να ξορκούνε του χρόνου σου τα λεπίδια
να σκεπάζουν του ονείρου σου την αέρινη περασιά μη και σε ψύχος παραδοθεί ο νους
δεν τα φοβήθηκα τα βλέματα τους , μα  μήτε και τις παρακάλεσα ποτές μου
καιροί  κι αιώνες τους έμαθαν να σέβονται του χρόνο την τρωτά ζωντανή ανάμνηση
της απουσίας τη ζωγραφιστή δρασκελιά πάνω σ' ενα χαρτί κιτρινισμένο να κρατούν
και τη μελαγχολία να γλυκαίνουν , αυτή που πάντα ξαπωσταίνει στα μάτια των περαστικών

"..τούτη τη γωνιά δε θα τη δεις ποτέ ξανά, γιατί έτσι ορίζω"

Δε θωρούν οι σκιές, δεν σαλεύουν ψυχές ιδέες
σφαλούν τα μάτια , χάνεται ο χρόνος ξανά και ξανά
γλυστρά μια σκέψη, από αυτές που δεν γνωρίζουν ουρανό
περνούν τα βήματα , αυτά που δεν πηγαίνουν πουθενά παρά σε άγνωρη αγάπη
γδέρνεται ένα δάκρυ από αυτά που ταξιδεύουνε με ανοιχτό εισιτήριο ανελέητα
πόσα χιλιόμετρα βόρια του νου , ταξιδιώτης μιας στερητικής  απουσίας
τόσα χιλιόμετρα έτρεξε ο νους μου , μακρια στης φωτιάς τη γη να σε βρει
Νότια μιας νυχτιάς Καλοκαιρινής  , βόρια μιας συννεφιά Φθινοπωρένιας
Και κάθε βήμα του νου , είχε τον αντίλαλο σπό το δικό σου πλάι να μουρμουρά

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
     [παρενθετικά: μια ιδέα τ' ανέμου, που σαν ιδέα, φθορά δε θα γνωρίσει..] 

"μη κάνει θόρυβο...
άκου ένα παλιό τραγούδι..μα.."

"Άκου..."

Σφάλιξαν τα μάτια, πάγωσε η πλάση
ακούω, θαρρώ θα το ακούω για πάντα...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου