" τι κοιτάς μελαγχολικά στο κενό πάλι, στης ώρας το σπασμένο τζάμι
πέρα από των ματιών σου την πλάνη, ως τη ζητιάνα στιγμιαία αιωνιότητα σου
..πάλι το κάνεις και πάλι το ξέρω, σε βλέπω ξανά και ξανά στο ίδιο θρήμα του χρόνου .."
πως είναι όλα εκεί κι εγώ περιπλανιέμαι πάλι σιωπηλά
κύκλοι και δύνες μου συντηρούν του κενού χρόνου τη ροπή
ίσα να ξεγελώ εκείνη την ώρα της συνενοχής νου και ψυχής
κι η πέννα χαράζει άκαρδα μαύρες ρωγμές, σα φίδια στο λευκό
να έρπονται ξανά και να καραδοκούν για μια δρασκελιά της σκέψης
κι οι εποχές να έρχονται και να σμιλεύουν πάντα, στον ήλιο η τη φωτιά
μια μόνιμη επανάληψη, σε πόλεις άλλες μα άδειες , η ίδια στωική επανάληψη
κι οι κινήσεις λες , σχεδόν ίδιες σαν επαναληπτική ροή δεικτών του ρολογιού
σα μια μέρα χρόνο , που περνά ξανά και ξανά μέχρι να μάθεις να λογάσαι
" Σωπα, άκου θυμάσαι το βαγόνι.....
ποιο ήτανε αλήθεια , μπορεί και σημασία να μην έχει
σήκωσες το πρόσωπο , έκλεισες πάλι τα μάτια να δεις
πέρα από το σκοτάδι, πάλι να κάνει φως, εκεί πάντα είναι φως
κι ένα αεράκι , περαστικό σαν εμάς , αέρινο σα τα χέρια μας.."
Το τέταρτο ήταν χαζή , μετά το τρίτο βαγόνι
πάντα το τέταρτο να συνεχίζει , πάει το τρίτο, εκεί που είχε μουσική, γέλιο
και κοίτα τώρα , κοίτα καλά και αφουγκράσου και ξύπνα επιτέλους, κοίτα μέσα σου
κατρακυλά ξανά ο Ιωνάθαν στου ουρανού τα θολερά σοκάκια
πρώτα βουτά και μετά πάλι ανεβαίνει βιάζοντας τις φτερουγένιες αντοχές του
κι εσύ τρέχεις, όλα με βία και νομίζεις πως τα βαγόνια τρέχουν κι αυτά,
μα δε σε λυπούνται, δεν υποτάσσονται στη βούληση σου ποτές να ξέρεις
κι εσύ αρνιέσαι να μάθεις , πεισματάρικος βράχος εκεί πάντα, δίχως να αλλάζεις
να σου γδέρνει τις παρυφές η λευκή σκόνη της αλμύρας , να σε μαδά , να σε ξεραίνει
" Μη μιλάς , δε με γδέρνει η αλμύρα , μα λογισμός άδικος
δε με χτυπά του χρόνου η γεύση , μήτε το τραίνο που βρυχάται με τρομάζει
μα με πονά που κλείνω τα μάτια και χάνεται ο ήχος της φωνής σου στο κενό
και με σκορπά , η ανεπαίσθητη μυρωδιά του λεμονανθού στο πλαϊνό πρωινό του πριν
που πάντα θα κατρακυλά μέσα σε τούτο το βαγόνι του τώρα, τελευταίο ταξίδι ,
στον τελευταίο σταθμό της γης μου "
να βουτάς μέσα σου και να συγχωρείς μια αίσθηση,
εκείνη τη γλυκερή μελαγχολία του σούρουπου του αποκαμωμένου
τότε , τότε βουτάνε οι σοφοί μέσα στο εγώ τους και διαβαίνουν την πύλη του
τότε που σωπαίνουν οι φωνές και τα τραγούδια κι η μελωδία σκόρπια σε πληγώνει
τότε , να κλείνεις τα μάτια και να βουλιάζεις στη δύνη του νου κι εκεί κάτω θα σε καρτερώ
τότε τα φύλλα του φθινοπώρου, θα πετούν σα πεταλούδες , εξαπλώνοντας το φως τους το ανέσπερο
κι οι νότες θα ξεφεύγουν από του Ζέφυρου το ταξίδι, δε θα σκουντουφλάνε πια, δε θα πονούν
" Μη ξεγελάς το νου , μήτε τα μάτια μη σφαλάς ,
κυλάς τα βράχια που φοβάσαι σε ξεκομμένους ουρανούς
κι αφήνεσαι στου ανέμου το θεό να παρασέρνει ότι φοβάσαι να θέλεις πολύ
και χάνεσαι, σε δωμάτια κενών αντανακλάσεων και ικετέυεις κόκκινο λυτρωμό
Άκου, άκου την ζάλη της ζωής, άκου της θάλασσας το κύμα, του γλάρου το φτερούγιασμα
κι ύστερα νιώσε, του βράχου το κατρακύλισμα, της ψυχής το θρόισμα, τα λόγια του κοχυλιού
και πίσω από το ψυχρό γυαλί , του γλάρου την ικεσία, των δελφινιών την αιώνια προσταγή "
(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
[ ..."να κλείνεις τα μάτια και να αφήνεσαι να ταξιδεύεις με το αεράκι... " ...ξεχνιέται ρε πρεσβυωπικό ξωτικό? μπα..not in a million years , not in a billion thoughts!!! but then again, you know it, don' t you? ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου