Σα σωτήριο Άστρο Μες τα πικρά ναυάγια ... Θα κρεμάσω την καρδιά μου ανάθημα στους βωμούς σου [ Charles Baudelaire]
παγωμένοι ανέμοι και φιγούρες, οφθαλμαπάτες
σ' ανέμου φύσημα, γέλιο και δάκρυ, διάθλαση και φως
σ' αγγέλων ικεσία, πορφυρή χαρακιά, λήθης μενόμενης παραγραφή
στο δείλι του νου, τελευταία σκόπελος, ποτάμι στην κόχη του χαμόγελου
κοιτώ , θωρώ
μα πες μου τι θωρώ...
είσαι άραγε εσύ
σταματημένο ρολόι στου χρόνου την ανάγκη
είμαι μήπως εγώ
στων χειμώνων τη χωματερή, ψάχνοντας λιακάδες
Έμεινα εκεί
η νύχτα των ανθρώπων είναι μακριά και τη φοβάσαι
Στάθηκα εκεί
να προκαλώ τη ζωή και τη λήθη, που μας απαρνήθηκαν μαζί
Μη φύγεις, μείνε ...
των εποχών οι νεφέλες θα ορμήσουν να με αποτελειώσουν
κι η τίγρης που στου νου το δαίδαλο σαλεύει θα γενεί κύμα να με κατασπαράξει
κι οι Ενετοί κούρσεψαν τις άγκυρες των αντοχών,
κατάδικες μέρες μικρές κι ας τις τεντώνω να σε χωρούν στου νου τα κελιά
Είμαι εγώ,
χρόνος σταματημένος
μέρες κραυγές , στιγμές μετρημένες
σα αφρός από κύμα στου πλεούμενου την καρίνα
Κι όμως ..
βουλιάζω, πως βουλιάζω
φοβάμαι να βουλιάζω στου σύννεφου την κενότητα
μοιάζει στέρεη μα όταν την αγγίζω με ρουφά και με αφανίζει
τότε, μη
μη μου δένεις τα μάτια μ' αυτό το πορφυρό κουρέλι
έρχεται ο άνεμος και παίζει μαζί του κι όλο το λιγαίνει
έρχονται οι εποχές και το τραβολογάνε αλύπητα σε βροχές και λιακάδες
μη , τράβα το από τα μάτια μου, αντάρα
έρχεται το κύμα και ζωγραφίζει εκεί την αρμύρα του
και το λιόγερμα το ματώνει ξανά και ξανά σα θάνατο αργός
και μέσα στην ασφυξία του λες και ανασαίνεις την ανάσα μου και ζεις
Μα ότι μένει σαν αποκοιμιέμαι είναι αυτό
ένα κουρέλι κόκκινα βαθύ, που βάφει κόκκινο την γκρίζα πλάση μου
τόσο νοστάλγησα ένα κόκκινο βαθύ, χρυσό κι αμέθυστο κι ας είν' κουρέλι
εδώ στου νου σου τα βαθιά, άλλο τρόπο δεν βρίσκω να σκορπώ το γκρίζο
μη, σταμάτα να στροβιλίζεσαι στις δύνες του νου μου
τούτη η κατηφόρα , σταματημό δε βρίσκει κι όλο βαθαίνει τ' όνειρο
εκεί μόνο νεφέλες κατοικούν και πόσο φοβάμαι μη σε τυλίξουν στο κενό
αυτές που καιρούς πλάι σε Ενετούς κουρσάρους κύματα σπέρνουν αρμυρά
αυτές που των ματιών σου το πέλαγο κραδαίνουν ασυγχώρητα να το κατασπαράξουν
Τα ωραία σου μάτια είναι κουρασμένα φτωχή ερωμένη
μείνε ώρα πολύ, άφησε τα κλεισμένα, μεσ τη στάση αυτή τη νωχελική
Luigi De Gennaro -Italian Painter [Μονάχα Τούτον τον Τρελό Μου θα κρατήσω...]
"Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη"
Μέσα στου νου τα κύτταρα, τώρα πια ζει και ανασαίνει , αφέντρα και κυρά μεγάλη, στο ανάκλιντρο της το νεφελώδες της σκουριάς τα τρομαγμένα πέπλα δε λογούνε το νου της άλλο και λεύτερη τους ουρανούς των πέντε εποχών μου βάφει ακούραγα Και σα το κύμα φουντώνει και τις Νεφελες τ' ουρανού ξαμώνει , αυτές να δεις πως το υδάτινο θεριό , σκύβουν και προσκυνούνε με λατρεία σε ένα χορό μυστήριο και μυστικό, κριμένου χρόνου και καιρού μακάριου και στροβιλίζονται , δίχως σκακιέρες , δίχως τετράγωνα, δίχως νίκη και ήττα Έλα , έλα να παίξουμε μη την φοβάσαι τη παρτίδα τούτη κάπου στη μέση να σταθείς να στροβιλιστεί η ψυχή κι ο νους ανάμεσα στο Κύμα και τη Νεφέλη , μια λύτρωση χορεύει πάντα και την αρπάζει η ψυχή που εκεί ανάμεσα ανασαίνει αρμύρα τι, ακόμα φοβάσαι; Άκου πως έχει..... Θα σου χαρίσω τα πάντα έτσι για να μη σκιάζεσαι την έκβαση, που σημασία καμιά δεν έχει
"Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε..."
Και όσες φορές στο είπα το ξεκαθάρισα ,
αυτόν τον Τρελό, δικό μου θα κρατήσω
κι ας σου χαρίσω τα πάντα , αυτός δικός μου πάντα θα λογάται
Σα κι εμένα την σκακιέρα δεν αντέχει με τα πολλά τετράγωνα
σαν ένα μόνο χρώμα λογάται που πάνω της δεν υπάρχει
και δρασκελά τους κανόνες , που τα μαυρόασπρα κελιά ορίζουν
και σα κουζουλός Ζορμπάς εκτός σκακιέρας τα άλογα του στήνει
με την ελπίδα μ' ένα ξεγέλασμα, τις δικές του πανοπλίες να ξεκρεμάσει από τα νέφη
και με το κύμα να αναμετρηθεί επιτέλους ,
που χρόνια τον νικά και τρωτό τον κάνει, τον πιο ατρόμητο του φόβο , τρέφοντας
Έλα να παίξουμε,
Να κοίτα,
εδώ κανόνες δε διαφεντεύουν
τι όρισε ποτές τη γης που περπατείς;
τι όρισε Νέφη κι Εποχές και όσα σε μάτια ανοιχτά χωρούνε;
τι όρισε να περνούν ώρες και εποχές και άνθρωποι καθάριοι
Έλα , μη διστάζεις
Θα σε αφήσω να κερδίσεις και να χορέψεις
και τη μυρωδιά δάφνης νικητήριας στο στεφάνι του προσώπου σου
μια μυρωδιά από νίκη, να κατρακυλά από του νου το στέμμα
να δρασκελίζει τα μάτια σου , έτσι ξαφνικά και αναίτια
δίχως "πως" και "γιατί" και δίχως άσκοπη ανάλυση
και να αναπαύεται νωχελικά σε χείλη άφωνα μα γελαστά
με του νικητή το πιο έγχρωμο τρόπαιο,
να πλέει στο κόκκινο του Τρελού μου, εκτός σκακιέρας...
"Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω"
Τι; Φοβάσαι ακόμα την παρτίδα;
μα τι φοβάσαι, μη χάσεις η μη και με κερδίσεις
Εγώ δε φοβάμαι πια το τόσο κόκκινο
παίζω γιατί αγαπώ να δρασκελώ , εκτός σκακιέρας
με ένα Τρελαμένο Κουζουλό, που τον κρατώ όμοιο με του Νικόλα το Ζορπά
που τους κανόνες πάντα περιγελά και τα κελιά και μ' ακολουθεί πιστά
κάπου ανάμεσα σε Νεφέλες και θεριεμένα Κύματα
Τους βασιλιάδες , τις βασίλισσες και τα άτια τα περήφανα
τ' άφησα να παλεύουν και να αναμετριούνται
στου άσπρου και του μαύρου τον ορισμό το στείρο
εκεί που τ' όνειρο δε ξέρει να νικάει,
μήτε τετράγωνα ν' αλλάζει, υπόδουλο στο φόβο μη χαθεί
και τα άλογα δεν είναι ικανά να δρασκελούν τα πέλαγα
και νικητές και ηττημένοι
κατάκοποι , να νοιώσουνε τη αρμύρα της ζωής αρνούνται , με το κεφάλι χαμηλά
και την ψυχή αδειανή από του χρόνου το κυνήγι και της βροχής το φόβο
Μα μια παρτίδα άλλη , είναι τούτη
ασυμβίβαστα μυστική, αναπάντεχα στροβιλισμένη ,
σα αυτές που δεν έπαιξες
σαν αυτές που τελειωμό αρνούνται και στροβιλίζονται σε ένα χορό
κάπου ανάμεσα σε νεφέλες και κύματα τρελά ,
πλάι στου κάστρου τις ιερές πέτρες
και γίνονται φως κι αστρόσκονη
και λάμπουν γλυκογάλανα και κραυγάζουν μενεξεδιά
και νικούν του χρόνου και των πειρατών το μένος ,
του άσπρου και του μαύρου τη φωτιά, εκτός σκακιέρας
"Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε..."
Μα τι λέω...
Αφού μαζί την στρώσαμε την παρτίδα τούτη
-Παίζεις λοιπόν, ωραία!
-Για πόσο..όμως..
-για τόσο όσο, ίσως..
-και μετά..
-μετά , για τόσο όσο Πάντα η Ποτέ ..μπορεί, ίσως, ναι ...οριστικά και λίγο αμετάκλητα...
-Αντιγράφεις το Αναγνωστάκη...τρελή!
-Ένα Τρελό μόνο κράτησα , εσένα ! Το λέει όμορφα ο ποιητής ...
-Να είσαι θελκτική και σιωπηλή! η καρδιά μου που όλα την ερεθίζουν
Εκτός από την αθωότητα του αρχαίου ζώου
δε θέλει να σου δείξει το καταχθόνιο μυστικό της ...."
Κατάρα είναι οι λέξεις μου
καταραμένη κι η ανάγκη του ποιητή για δαύτες
γεννιούνται στης έγνοιας σου το λογισμός και στης απουσίας το άγγιγμα
λαβωμένο φάντασμα, αιώνια περιπλανώμενου πολεμιστή γκραβούρα αιματηρή
στα τείχη περιδιαβαίνει και συστοιχίζει τη μορφή του σε μια σκιά του
αιώνια σε εκείνη ακριβώς την εποχή, την αιμάτινα βαμμένη κόκκινη
την αιώνια αχόρταγη για λέξεις σαλεμένου νου και τρισκατάρατης ψυχής
Κι αργά τα βήματα σου σέρνεις πάντα
στις πέτρες τις ενετικές σα γυρεύεις μια σκέψη νοτισμένη κρυψώνα
το αχνό σου μαύρο τότε στέκεται, στις σκιές σα δραπέτης
σα τρομοκρατημένη άνοιξη που ποτέ δεν ήρθε
και ποτέ δεν περνά πια από ημερολόγια ζωντανών
και γυρεύει πάντα το ίδιο, πάντα
λίγο κόκκινο να κλέψει από του γλάρου την έξαψη
ένα τόσο δα αλμυρό να γευτεί από το κύμα που ορμά
νευρικό και την εξάχνωση του μου επιβάλει ξανά
εναποθέτοντας στους πόρους της σάρκας μια βορά πειρατική
Δε σε βλέπω.
Μα είσαι εκεί. Σε νοιώθω.
Ερμητικά και πεισματικά εκεί.
Δε σου μιλώ.
Σιωπή δε θες? Δική σου. Όλη κι άλλη τόση.
Τότε γιατί σουλατσάρεις τις βρεγμένες πέτρες μου;
τι μπόρα κουβαλά ο βράχος της καρδιάς σου,
κι όλο στις γούβες τις αλμυρές κρύβεται σα φυγόδικος σε καρτέρι
τι καρτερείς , οι άνοιξες σβήστηκαν από ξίφος δικό σου
τι κοιτάς , θάλασσινό αγρίεμα κρατεί από δική σου τρίαινα
τι κρύβεσαι σε τούτη τη γης, εδώ μαχαίρια έχουν οι κουρσάροι
σκιά από σκιά δε σώζεται , μ' ακούς;
Δε μιλάς.
Χάνει όποιος μιλήσει πρώτος.
Και το στοίχημα ακριβό.
Ίσαμε μιας Ζωής κλεμμένης την ανάσα.
- Σώπα!
- Μίλησες!
- Δε λογούνται οι σκιές ήττα , μήτε και νίκης καρτερούν τη δάφνη κι εσύ σκιά μυρίζεις σα εμέ
- Ακριβώς και σα σκιά θα λέω ότι θέλω
- Πάψε, κοίτα θέριεψες τα κύματα και σε κυνηγούν και το Κάστρο σκαρφαλώνουν
- Φοβάσαι ; Μια βροχή από κύμα θα σηκώσω
- Τη θάλασσα την περπατώ από παιδί και θυμωμένη σα χάσκει. Εσέ φοβούμαι το κύμα μη σκορπίσει!
" Παραμάνα που με το χέρι της σε μακροχρόνιους ύπνους με καλέι
Μήτε το μαύρο μύθο της με τη φλόγα γραμμένο
Μισώ το πάθος και μου κακό το πνεύμα !!"
Γυρνάνε λέει οι ψυχές, σκιές
όπου λαβωματιές έσπειραν η όπου με αυτέ σημαδεύτηκαν
Και τώρα κοίτα με
από τη μια με χτυπά αλύπητα το κύμα
που τη σκιά σου γυρεύει πάλι ζηλόφθονα , ωσάν Οθέλος να ξεκάνει
Άκου το , μιλεί
μιλεί με οργή, αυτό που με κανάκευε τα αλλοτινά τα χρόνια ..
" σε μια σκιά παραδομένο λογισμού κερά μου έχεις κι εγώ που πάντα τα μόνα βηματά σου συντρόφευα , δική μου μόνο τη λογώ τη σκέψη σου να έχω... Θα τις ξεκάνω τις σκιές ,π άνθρωποι δε λογούνται μόνο κραδαίνουν τη σιωπή και θάρρος δε βαστούνε"
Κι αγκάλιασε η μάτια τις σκιές των Ενετών
μια αψηφισιά στο κύμα πάντοτε χρωστώ, θα πω πάλι
με τα μάτια άδεια και κενά και το νου τρομαγμένο και απόντα
εκεί που η πέτσα της ψυχής σου γδαρμένη κι αυτή κατοικεί, σε σκιές
ψαχουλεύοντας λίγο αλάτι λήθης, λίγο νερό θύμησης, εποχή αιώνιας αδυναμίας
και σα περνώ ακροπατεί, από τις πέτρες ξεκολλά και δραπετεύει
και πλάι μου περιπατεί , δίχως περίγραμμα, δίχως φωνή, δίχως ανάγκη
και γίνεται άνεμος θαλασσινός που ψήνει το αίμα πληγών ανίατων
και γίνεται ψέλλισμα από κλάμα και παράπονο το κύμα σα κοπάζει
και όλο σέρνεται πλάι μου, σιωπηλό παιδί τρομαγμένο
κουρνιάζει στο λαιμό μου, λες και το διστακτικό αίμα που περνά μετρά
με το παράδοξο χαμόγελο του κάτω από μάτια μελαγχολικά
που γλάροι τα κατοικούν και τα δαμάζουν με φτερουγιές οδυνηρές
και τυφλωμένα τα κρατούν , μη δραπετεύσουν και διαφεντέψουν πάλι
ουράνια ευχή κρατεί η σκιά σου μα μια επίγεια κατάρα καταδιώκει η απουσία σου
Σκύβω ξανά.
σου μιλώ, μα δε με ακούω
σε νοιώθω , μα δε σε αγγίζω
είσαι εκεί , μα δεν είσαι
κι είναι από όλα και όλες
το Όλον της Πέμπτης Εποχής
Άκου!!
Βουή, χαλασμός , αντάρα , φωτιά.
Κοίτα!!
Μια φωτιά καίει της θάλασσας τον ορίζοντα..
Φονικό , φλόγες υδάτινες.
Ποιο να σώσω , πες μου
εσένα η εμένα, ποια σκιά να γλυτώσει
των κουρσάρων τη λεηλασία
Ποιο να φυγαδεύσω , πες μου
εμένα η εσένα, ποιο από το τίποτα μας πιότερο λες αντέχει
-Αντέχει ο Ουρανός
τις σκιές να σιμώνει πριν την μπόρα
- Αντέχει η θάλασσα
τις σκιές μ' αλάτι να χαϊδεύει
- Αντέχει η φωτιά
Δυό σκιές που κάνουν ένα Φως, Εμάς
" Ας αγαπηθούμε γλυκά! ο Έρωτας μες τη σκοπιά του
Ερεβώδης , ενέδρα στήνει, τεντώνει το μοιραίο του τόξο
Γνωρίζω τις παγίδες του παλιού του οπλοστασίου:
Έγκλημα , φρίκη και τρέλα!!- ω χλωμή μου μαργαρίτα..."
Σκιές είμαστε, μ' ακούς..
Σκιές Έρωτα ατελείωτου , αυτό είμαστε
Σκιές , δίχως πριν , δίχως τώρα , δίχως μετά, αιώνιες σκιές
Σκιές Έρωτα άφθαρτου και αιωνιότητας κατάδικοι ταξιδευτές
" Σαν κι εμένα , δεν είσαι ήλιος του Φθινοπώρου
Ω, τόσο λευκή μου, ω τόσο ψυχρή μου μαργαρίτα...."
Έρωτας ,
Δυό σκιές που κάνουν Ένα Φως,
Εγώ , Εσύ!!
(C) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Scripts in Parenthesis: Sonnet d' Automne/ Ch. Baudelaire
Oil on Canvas / Stepan Rybi
και με τσουγκράνα , ξεχορταριάζει την αλάνα της συνείδησης
και το χθες , στο αύριο παραδίδει
και με κοιτά
με μάτια ομιλητικά
"εγώ διαφεντεύω εδώ κερά μου"
τα πύρινα μάτια της με επαναπεριγράφουν
τα λόγια της μια βουβή προσταγή
φωνή σχεδόν δε χρειάζονται
"μόλις αποκαμωμένη πλαγιάσω
του κεφαλιού σου και τση θάλασσας κάνεις
και μετά σε επαναδιατυπώνω να στυλωθείς
μέσα από μένα θα υπάρχεις πάντα
πάρτο χαμπάρι, σε διαφεντεύω
σε σώζω , σε λυτρώνω
αν μ' αφανίσεις , θα αφανιστείς
γιατί μαζί πορευόμαστε στους καιρούς
γιατί όσο εσύ , άθλια αγαπάς
και όσο τους δήμιους σου αψηφάς
τα μάτια μου ανοιχτά θα τα κρατώ
πάνω από τις πληγές σου"
(C)Ευαγγελία Χατζηδάκη Το Μαγευτικό Έργο : Charles-Edouard Chaise: Theseus victor of the Minotaure Το τραγούδι "Ανεμόσκαλα" από την πολυαναμενόμενη συνεργασία του Γιάννη Χαρούλη με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου με τίτλο "Μαγγανείες" που κυκλοφόρησε στις 18 Μαΐου του 2012.
"Την Τέχνη γνωρίζω τις ευτυχισμένες στιγμές να αναπολώ
το παρελθόν να αναπολώ στα γόνατα σου ζαρωμένος
Για ποιο λόγο να εξερευνήσω τις νωχελικές ομορφιές σου
αλλού , παρά μόνο στην αγαπημένη , τόσο γλυκιά καρδιά σου
Την Τέχνη γνωρίζω , τις ευτυχισμένες στιγμές να αναπολώ..."
Το Μπαλκόνι, Ch. Baudelaire
_._
Καιρού αλλαγή
και Εποχής λεπίδι
σε ίδιους δρόμους και βωμούς
προσκυνητής, βασιλιάς ικέτης κουρελής
ταξιδιώτης και πεταλούδας μιας φωτιάς, πολεμιστής
δυτικά της ανάσας σου
ανατολικά της αυταπάτης μου
σε σκαλοπάτια μαρμαρωμένων εγωισμών
και στα κελιά μιας ενιαίας μοναξιάς
θυμάσαι ;
τρυπήσαμε σχεδόν τα χέρια μας
αλλά τα χτίσαμε , όμορφα και γερά
τα κελιά μας τούτα τα πεισματικά ατρόμητα
καμία περίπτωση δεν αφήσαμε
του "θέλω" ένας σεισμός να τα γκρεμίσει
και τ' αγαπώ μια αλήθεια να τα διαλύσει
στέκεσαι εδώ,
μα πάλι σκέφτεσαι την επόμενη στροφή
στην αντίπερα όχθη του νοτισμένου αυγερινού
"και μετά?" θα με ρωτήσεις πάλι
"μετά , ότι γουστάρουμε" θα πω ξανά γαλήνια
στης μοίρας την παραμόρφωση
και στου αναπόφευκτου τον γκρεμό
και εσύ πάλι θα χάνεσαι , σε τρύπιες σκέψεις
μπροστά στον καθρέφτη, ένα ανασφάλιστο καημό κοιτώντας
αρνούμενος το στέρεο του "τώρα" και της καρδιάς το κύμα
Δε ξέρω τι σκέφτεσαι, μόνο νοιώθω τώρα
ποτέ δεν ξέρω τι σκέφτεσαι, μόνο να νοιώθω θέλω πάντα
πειράζει να μην τρυπώνει στη σκέψη ότι νοιώθω
κι αλήτικα να ξεγελά του πόνου μια κατήφεια ;
Πειράζει , θα πεις
Άντε πες το πάλι, τώρα τίποτα κρότο δε βαστά
Και τότε χανόμουν κι εγώ
πλέκοντας ύμνους, ανάσες αέρινες
και καίγοντας σε κύματα πελαγινά
ένα γλυκερό του "τώρα" δίχως το δύχτι του μετά
σπίθα υδάτινης φωτιάς να κάνει φως την αντανάκλαση σου
στου κάστρου το λιόγερμα όπου ψυχές ενικές σουλατσάρουν
Και εγένετο Φως, μα δεν ήρθες
και το μοιράστηκα ενικά με το εγώ μου
κι ήταν λες μια Άνοιξη μέσα στο κελί του Χειμώνα
εκεί που κλειδωμένα με απασφάλισε η αντάρα λόγων στερνών
κι άναψαν λέει κι όλοι οι αστερισμού στο στερέωμα
και ξεχύθηκαν μιλιούνια αγγέλων όμορφα ορφανών και κολασμένων
παιδιά θεών δυνατών, που της μοίρας το τερτίπι τα μεταμόρφωσε
και της Εύας το μήλο, μια ενοχή τους διαιωνίζει εις τους Έρωτες , Αμήν
και τώρα κοίτα που λογίζομαι πάλι θαρρώ
πόσο φως βαστάζει ένας γκρίζος έρωτας τ' ουρανού
σα τσακισμένους κουρελήδες ικέτες αντικατόπτρισε μια μικρή στιγμή
μικρούς και αδύναμους , εύθραυστα αλόγιστους
παντοδύναμα εγωιστές και βολικά χαριτωμένους
σα ποιητές , που το χαμένο
με την τρελή δύναμη ενός θεού σακάτη
στέφει του κεραυνού τη λύσσα, στου κόκκινου κρασιού το δεκανίκι
κι ένα βράδυ συλλογίζομαι
πως ξεπλύθηκε ,αίμα οδυνηρό
από τις πατούσες μας, λυτρωτικά
από του "πριν" τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα
που τις χαρακιές τους διαλαλούσαν
σε γούβες βρόχινες , αυταπάτες του δρόμου
και πλάι σε εκείνο το σταθμό
που ακόμα σιγά, βραχνά θα μουρμουρά
ένα τραγούδι την πραμάτεια του
καθώς οι πόλεις , αόρατες κενά θα εναλλάσσονται
και στέκομαι τώρα
και κοιτώ πίσω από τον ώμο πια
τα φευγαλέα πουλιά τα γερασμένα
καθηλωμένα , άπραγα και τσακισμένα
με τις κάποτε αίώνιες φτερούγες τουςτσαλακωμένες
σε χρόνο απάνεμο παραδομένα ,
σα πινελιά στην άκρη του καμβά , κατα λάθος τόσο λευκή
σχεδόν με νεκρικό καρτέρι να κοιτούν τόσο έγχρωμα
ακριβώς με μάτια παραδομένα κι αδειανά , τόσο γοητευτικά
σα λαμπιόνια από κάποιο δέντρο κρυστάλλινα, μαγευτικά
να συνομολογούν τη μια στιγμή που το πέταγμα δάμασαν
που χάιδεψαν του ανέμου μιαν όμορφη βουτιά
και "μετά " έζησαν αιώνες με τα μάτια πάνω της καρφωμένα
_._
" Αυτοί οι όρκοι , αυτά τα αρώματα , τ' ατέλειωτα φιλιά
θα ξαναγεννηθούν από ένα βάθρο απρόσιτο στις βυθομετρήσεις
καθώς ανεβαίνουν στον ουρανό οι ήλιοι ξανανιωμένοι
Αφού λούστηκαν στο βάθος των απύθμενων θαλασσών
Ω Όρκοι! Ω Αρώματα ! Ω Ατέλειωτα Φιλιά !!"
Το Μπαλκόνι, Ch. Baudelaire
(C) Ευαγγελία Χατζηδάκη Παρενθετικά Το Μπαλκόνι, Ch. Baudelaire Painting: Ernesto Arrisueño - Lima, Peru Οι Gossip..υπέροχα μελωδικά λένε ..relax..it was just dreaming.. γιατί εκεί απλά όλοι είμαστε πιο δυνατοί...κατά ψευδαίσθηση αυταπατηθέντες...