Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Αθάνατα Πάνδινοι Έρωτες [ Τα 'Ε" & τα 'Ρω" ]


The Farewell of Telemachus & Eucharis [Jacque-Luis David 1748-1825]
"Αρχή του κόσμου πράσινη, κι αγάπη μου θαλασσινή
   την κλωστή σου λίγο λίγο
   τραγουδώ και ξετυλίγω

Διαβάζω μέσα στο νερό, το άλφα το βήτα και το ρω

Τα δυο γυμνά σου πόδια
τους κήπους με τα ρόδια

Σ' έκανα πουκάμισό μου, 
σε φορώ και περπατάω
Με το σώμα το μισό μου

στο δικό σου που κρατάω "
_._
Τι και αν χίλιες κρυψώνες βρήκα
από των ματιών σου τις πάνδυνες δίνες
που ακόμα με φοβίζουν και ακόμα με καλούν
στο ανελέητο στροβίλισμα τους 
στης ψυχής σου τα βάθια , σε σύνορα άφαντα

και τι κι αν δε ρωτούν οι λέξεις μου

σα ροκανίζουν μια στιγμή παραδομού
την ίδια στιγμή πάντα, ακόμα πάντα, πόσο πάντα
και σαν δειπνούν αχόρταγα ενός φιλιού ανάμνηση 
δείπνο στερνό και πρώτο, με τα κεριά να καίνε, 
παράνοιας και τρέλας αυτοαναιρούντα δοχεία  
σα ξεχύνονται στο κύμα κύμα του πιο ατελούς πελάγου
_._
"Άκουσα μες στον ύπνο σου
που κολυμπούσε ο κύκνος σου
Τα δύο μας τα ονόματα
ν' αλλάζουν χίλια χρώματα"
και κρύφτηκα των ματιών σου, στερητικά
και σιώπησα των λέξεων σου, στραγγιχτά
και κουλουριάστηκα στου Ελύτη ένα απεγνωσμένο "Ρω"
αυτό που κουλουριάζεται και πάντα πως 
καταφέρνει να χωρά ατέντωτο στου έρωτα το κόκκινο σημάδι 
τόσο π' ανυποψίαστοι όλοι θαρρείς οι λογισμοί μου του αφήνονται
τόσο που κι οι νύχτες μου, αδιάφορα με προσπερνούν 
ποδοπατώντας έναστρους ουράνιου ποταμούς
ως του Αυγερινού το λυτρωμό που τα μάτια μου τα πλένει
_._
"Βγήκε απ' το κόκκινο το μαύρο, και τώρα που να πάει δεν ξέρει
Κόκκινα που 'ναι όλα τα μέρη
Το 'να που απόμεινε ίσως θα 'βρω

Μου 'φυγ' ένα συννεφάκι, πάει τη λύπη στα βουνά

Ψάχνει να χτίσει ένα σπιτάκι
στο πάντα και στο πουθενά"

Κόκκινο σημάδι στερνού φθινοπώρου μου
και το ζητάς , μα πως το ζητάς ετούτο
στη ραχοκοκαλιά της βροχής πυρά
και στου κάστρο τις αιώνιες πέτρες , 
μπλάβο ζητάς το αίμα των κουρσάρων

και στου πανιού τα περιστύλια 
πως μου ζητάς του μαύρου σου τ' α-λόγου
τον εγωισμό να ντυθώ , σα να μη με στενεύει 
σα περπατώ , σαν ανασαίνω, ρούχο ξένου ξάμωμα
και δανεικής ψυχής αναπαή να γυρέψω δίχως σου
_._
"Σταμάτα μου την αστραπή, ν' ανάψω ένα τσιγάρο
Και πες του σύννεφου να πει
πως θα 'ρθω να σε πάρω
Την αγάπη μια τη λες, την ντύνεσαι τη γδύνεσαι
Όσο που γίνονται πολλές
και πάλι σ' όλες δίνεσαι"
Να ντυθώ μια 
σημάδι κόκκινο από αίμα ζωντανό
να ξεντυθώ άλλη  μια 
σχισμένο κουρέλι μαύρο που απάνω μου σφαδάζει
να ντυθώ δυό
κατάσαρκα του κόκκινου, το μαύρο άτι σαν άνεμος περνά
και της αγάπης τη φωτιά
μια να ντυθώ, δύο να γδυθώ, τρεις να την ε πιστέψω
κέντημα πεταλούδας και φωτιάς 
θε να γεννώ , τον ύπνο σου να θρέψω 
_._
"Ένα κύμα μέσα σ' όλα, έγια λέσα έγια μόλα

Πήρε τα κρυφά μας λόγια

να τα κάνει κομπολόγια


Αυτό που λέμε «σ' αγαπώ», 
στα δέντρα θα το τρίξω
Με τον αέρα να σ' το πω
και να σου το φυσήξω"

Ένας τριγμός, σαλεύει τα βλέφαρα
κι ένα φύσημα , τ' ανέμου χαιδευει την αναπνοή
ακίδες   στου καθωσπρέπει την ανυπότακτη αποστροφή
τακτική αταξία , ζωής ήρεμα λειψής 
σιωπή , ωχ να πάλι απ' την αρχή

και τότε πάλι ξυπνάς , χουζουριάζεις πάλι

στον ίδιο πορφυρό καναπέ, μια τέλεια αντίθεση 
σαν ένα  μαύρο χρώμα δηλώνεις δυνατά 
για να μην παρεκκλίνεις και στο ξεβόλεμα ταραχτείς
πόσο σου πάει το κόκκινο σαν το μαύρο σου αγκαλιάζει
πόσο σου πάει το κόκκινο σαν στα μάτια με κοιτάς 
πόσο σου πάει το κόκκινο όταν το γδύνεσαι
και τότε διαφεντεύει ένα μάυρο σκοτεινό
ένας έρωτας ως το βυθό σου, ένα πολύ στο τίποτα σου
κι εκείνο το χάδι το στερνό
ανελέητα κόκκινο, ασφυκτικά μαύρο
_._ 
"Μες στου κήπου το σκοτάδι, 
φέγγεις μόνο με το χάδι

Όμως όταν μπεις στο σπίτι

σβήνεις τον Αποσπερίτη

 
 Να 'χα μια γομολάστιχα, 
να πιάνει στα Γραμμένα
Να σβήσω τα τετράστιχα
και να κρατήσω εσένα."



(C) Ευαγγελία Χατζηδάκη
      Αγγυλωμένος μα πάντα ποιητικός ένας Ελύτης λέει τα "Ρω" του δικού του έρωτα
      Painting: The Farewell of Telemachus & Eucharis [Jacque-Luis David 1748-1825]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου