Σα σωτήριο Άστρο
Μες τα πικρά ναυάγια ...
Θα κρεμάσω την καρδιά μου ανάθημα στους βωμούς σου
[ Charles Baudelaire]
παγωμένοι ανέμοι και φιγούρες, οφθαλμαπάτες
σ' ανέμου φύσημα, γέλιο και δάκρυ, διάθλαση και φως
σ' αγγέλων ικεσία, πορφυρή χαρακιά, λήθης μενόμενης παραγραφή
στο δείλι του νου, τελευταία σκόπελος, ποτάμι στην κόχη του χαμόγελου
κοιτώ , θωρώ
μα πες μου τι θωρώ...
είσαι άραγε εσύ
σταματημένο ρολόι στου χρόνου την ανάγκη
είμαι μήπως εγώ
στων χειμώνων τη χωματερή, ψάχνοντας λιακάδες
Έμεινα εκεί
η νύχτα των ανθρώπων είναι μακριά και τη φοβάσαι
Στάθηκα εκεί
να προκαλώ τη ζωή και τη λήθη, που μας απαρνήθηκαν μαζί
Μη φύγεις, μείνε ...
των εποχών οι νεφέλες θα ορμήσουν να με αποτελειώσουν
κι η τίγρης που στου νου το δαίδαλο σαλεύει θα γενεί κύμα να με κατασπαράξει
κι οι Ενετοί κούρσεψαν τις άγκυρες των αντοχών,
κατάδικες μέρες μικρές κι ας τις τεντώνω να σε χωρούν στου νου τα κελιά
Είμαι εγώ,
χρόνος σταματημένος
μέρες κραυγές , στιγμές μετρημένες
σα αφρός από κύμα στου πλεούμενου την καρίνα
Είσαι εσύ,
ισόβια μνήμη , πανσέληνης στιγμής
νύχτες ικεσίες, αιώνες παραδομού
σα πείσμα τ' ανέμου να σταθεί στης λήθης το πηγάδι
Κι όμως ..
βουλιάζω, πως βουλιάζω
φοβάμαι να βουλιάζω στου σύννεφου την κενότητα
μοιάζει στέρεη μα όταν την αγγίζω με ρουφά και με αφανίζει
τότε, μη
μη μου δένεις τα μάτια μ' αυτό το πορφυρό κουρέλι
έρχεται ο άνεμος και παίζει μαζί του κι όλο το λιγαίνει
έρχονται οι εποχές και το τραβολογάνε αλύπητα σε βροχές και λιακάδες
μη , τράβα το από τα μάτια μου, αντάρα
έρχεται το κύμα και ζωγραφίζει εκεί την αρμύρα του
και το λιόγερμα το ματώνει ξανά και ξανά σα θάνατο αργός
και μέσα στην ασφυξία του λες και ανασαίνεις την ανάσα μου και ζεις
Μα ότι μένει σαν αποκοιμιέμαι είναι αυτό
ένα κουρέλι κόκκινα βαθύ, που βάφει κόκκινο την γκρίζα πλάση μου
τόσο νοστάλγησα ένα κόκκινο βαθύ, χρυσό κι αμέθυστο κι ας είν' κουρέλι
εδώ στου νου σου τα βαθιά, άλλο τρόπο δεν βρίσκω να σκορπώ το γκρίζο
μη, σταμάτα να στροβιλίζεσαι στις δύνες του νου μου
τούτη η κατηφόρα , σταματημό δε βρίσκει κι όλο βαθαίνει τ' όνειρο
εκεί μόνο νεφέλες κατοικούν και πόσο φοβάμαι μη σε τυλίξουν στο κενό
αυτές που καιρούς πλάι σε Ενετούς κουρσάρους κύματα σπέρνουν αρμυρά
αυτές που των ματιών σου το πέλαγο κραδαίνουν ασυγχώρητα να το κατασπαράξουν
Τα ωραία σου μάτια είναι κουρασμένα φτωχή ερωμένη
μείνε ώρα πολύ, άφησε τα κλεισμένα, μεσ τη στάση αυτή τη νωχελική
όπου απρόοπτα σε καθήλωσε η ηδονή.....
μεσ την αυλή το συντριβάνι που πολυλογεί
και δε σωπαίνει μήτε νύχτα , μήτε μέρα,
συντηρεί γλυκά την έκσταση
όπου με βύθισε ο έρωτας αυτό το δειλινό...
[Ch. Baudelaire / Συντριβάνι]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου