Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Μα Φοβάμαι



Κι έμεινε εκεί να κοιτά το απέραντο γαλάζιο
σε μια από τις άκρες του αιχμηρού βράχου
το μόνο που δε φοβάται οργή να σιμώνει, το κύμα
πάει κι έρχεται σε μια αιώνια καταραμένη ροή

κοίταζε τα βότσαλα, γραμμή βουλιαγμένη στην άμμο
ήξερε που οδηγούσαν, πάντα εκεί, καταραμένα εκεί
εκεί που τα ποδάρια του γλάρου άφηναν ίχνη να μετρά
μια δρασκελιά ως τελευταίο κοχύλι του στερνού γιαλού

σφάλισε  τότε τα μάτια που τυφλά πάντα μένουν
κι ονειρεύτηκε δαιμονικά κι αγγέλους να χαράζουν
και δεν θυμόταν πια στο τίποτα του πολύ παρά μια αύρα 
ιδέα ήταν κι μια ιδέα είχε ξεπουλήσει στης λήθης το παζάρι

πήρε να βραδιάζει, η ώρα που όλα τα συγχωρεί στη σκοτεινιά
σκιές οι πατημασιές του γλάρου, γραμμικά σημάδια οι νεφέλες
βουλιαγμένα βότσαλα σημάδια σε κόκκους υγρούς από κύμα
δε θυμάμαι, μα φοβάμαι το τελευταίο κοχύλι που λαμπυρίζει ακόμα

ένα κοχύλι, ένα κύμα, ένα πέταγμα, ένα όνειρο, ένα στερνό "ότι"
ένα και το τελευταίο χρέος στου χρόνου τη ρωγμή που τα γεννά 
ένα πέταγμα του χρόνου στασίδι, ένα όνειρο της λήθης βαρίδι
το κοχύλι , ιδέα που ονειρεύεσαι ήρεμο στην αμμουδιά του να γερνά 

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου