Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Θαλασσινοί Δραπέτες

Jil Brunel

"Η θάλασσα.Είναι τόσο καλοβαλμένο
 το συναίσθημα  μέσα στη λέξη. 
Η θάλασσα....θάλασσα...Σφαλνώ τα μάτια μου 
και το λέω έτσι απανωτά με πολλά "σσσ", 
το λέω σιγανά και τ' αφουγκράζομαι...." 

Κι όταν η θάλασσα η απέραντη τα πέλαγα της θα στερεύει
θα χύνεται ξανά νωχελικά, μιας ανάσας άχραντο μελάνι
αχόρταγα να το ρουφά, του κάθε κύτταρου το τραύμα
κρατήρας αδέσποτος και αιώνια ανοικτός ,
γάζα γαλάζα να εκλιπαρεί με μια ικεσία
στερνό ξύλινο κατάρτι, να θεριεύει
ίσαμε της νεφέλης το αέρινο συστατικό
τις ώρες τις καθαγιασμένες
που τα μάτια σε ουρανό χαρίζονται

και θάλασσα έγινε μια σκέψη
και κύμα λούστηκε ο γλάρος που άκαρδα φυλακίσαμε
μ\ ένα θεριεμένο κατάρτι δούρειο τρυπώντας του ουρανού το άπειρο
καθρέφτης μαρτυρικά πιο μπλάβος , τώρα να θωρεί
μιας θάλασσας το γιατρεμένο πια αλάτι
με ένα λόγο νωχελικά λευκά

"...Κι ακούγω τότες όλα τα κύματά της τα καλοκαιρινά, 
που ξεσέρνουνται σουσουριστά 
στο στρωτό αμμογιάλι και στα λιστρίδια.
 Αχεί και τραγουδά ακοίμητη μέσα στη λέξη...."

Κι η ματία
άγκυρα πλεούμενη ας γενεί, ανάλαφρη σκιά
κάβος λυτός και λυτρωμένος από λιμάνια και σταθμούς
πυξίδες και ραντάρ κατεστραμμένα από τους χρόνους
έτσι να αφήνεται να πλέει
χορεύοντας στ' αχόρταγο μονοπάτι μιας υδάτινης  φωτιάς 
ακροβατώντας ανάμεσα σε κύματα και νεφέλες και αντάρες
δίχως σε στεριάς τ' αμπάρια να καταδέχεται
τη ρότα του να στρέψει

- και μετά
- και τι μετά
- τι έγινε μετά
- μετά....

Σαν οι Νεφέλες ξεδακρύωσαν
εξάτμιση θαλασσινού θεριού πως ήταν θυμήθηκαν
μια βουτιά τους άρμοζε σ'αφρούς και σε αλάτι
κρεμάμενες από ολόλευκες φτερούγες
ουρανούς απαρνήθηκαν για ένα κύμα αλμυρά βαμμένο
για μιας θαλασσινής γραφής
την αρμυρή σελίδα


"...Κι η λέξη είναι σαν το κοχύλι,

 που σαν βάλεις το αυτί σου στο άνοιγμά του
 ακούς τις φωνές του πελάγου.." 
που ναι για πάντα κλεισμένες μέσα στους γύρους τους, 
να ρχονται απ' αλάργα σαν να μιλά η ψυχή της θάλασσας."

- μα πως..
- πως..πως η γη, πως ο ουρανός, πως το σύμπαν το αιώνια θολό

μιας νότας δραπέτης η στερνή κραυγή
αχόρταγα διαμελίζει ένα  δάκρυ παγωμένο από χειμώνα
μιας ομορφιάς την αίγλη την παλιά σα ανεστωράται
σεντούκι αμπαρωμένο , με συντεταγμένες παραδομένες στο φως

- και τι έγινε τότε..
- χρώμα , φως , βροχή, άλμπουρο
κι εκείνο το άλμπαντρος..
σιωπηλός συνοδοιπόρος , πάντα αγέρωχα ανασαίνοντας..

"...ακούς τις φωνές του πελάγου.." 
που ναι για πάντα κλεισμένες μέσα στους γύρους τους, 
να ρχονται απ' αλάργα σαν να μιλά η ψυχή της θάλασσας..."

βράχια να κοκκινίζουν στο δείλι
και αιμοβόροι πειρατές ξανά να κρύβουν τα σπαθιά
και το λιοντάρι του κάστρου ξανά να μη βρυχάται ζωντανό
και ένα συμπόσιο θαλασσινό,
ζωή να δανείζει στο διάφανο τ' ουρανού

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Παρενθετικά Στρατής Μυριβήλης
Sculpture: Jil Brunel

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

The Bet [Absolute Love]


Wonna take that gambling bet 
for the one's brain unspeakable depth
it' just a paralel walk to take with me
or just a mirror you're afraid to see

don't speak now
hash and just walk
till I dipict your faithless talk
the voice of your pace I can't ignore
the sound of your heart, I already know

afterall , all my gain 
 loudness of a path in veil
no trains , no luggage and no veins
no roads, no confines and no fading lace
strong is the will to keep the pace
lust in the reason  in such one's prays

indefinitelly chasing a threat away
in a common share of a windy way
no chains , no directions , just a game
no doors, no truths, no lies , no blame
for it's our absolute love, the deepest mascarade...

(c) Evangelia Chatzidaki
Painting: Victor Sheleg
[.. who makes the rules of any game ,  the powerful  obvious or the one underneath...Wonna bet???  I wouldn't.. ]



Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Νεφέλες & Κύματα [Θαλασσινή Συνωμοσία]

Alfredo Araujo Santoyo


"Σαν το νεκρό φτερό που ανασηκώνεται

στ' όνειρο ενός πουλιού,
είναι η ψυχή σου που από μέσα μου περνά
με την αγνή, την τρυφερή ανάσα της
πλέοντας με μεγάλα αξεδίψαστα ξανοίγματα
σ'ενός πελάγου ηδονικού ψιθυρισμού το κύμα "



τα μίλια με ξεμακραίνουν 

κι η δύνη όλο βαθαίνει
μήτε θανάτου λύτρωση βαστά,
μήτε του τώρα, ένα απόκληρο γιατί δανείζει 
ίσα που ακούω της ανάσας σου τον ψίθυρο
ίσα που σαλεύει στο νου μια νότα στερνή
παιδιάστικο τραγούδι, ψυχής νεογνικής απομεινάρι
ίσα που τσακίζω  των ματιών σου το γελαστό χαρτί

καραβάκι χάρτινο,  τα κύματα να περιγελά
με μια απονενοημένη αντοχή
θαλασσινή συνωμοσία

"Ναρκωμένος μες στο πυρρό όνειρό μου,
κρατώντας ανοικτή την κούπα της ψυχής σου
εκλιπαρώ τις θεϊκές μορφές
μέσα της να διαχυθώ
την ώρα που θ'αποχωρούν οι συντροφιές των ήχων "



Μα δε μου δίνει θάνατο, μήτε και λήθη
τούτο το νάρκωμα το επίπλαστο

κι αρνιέται η ψυχή , μια ανάσα να παραδώσει
θεός μονοσάνδαλος με στοχεύει και περιγελά την προσμονή
αλέτρι ακονισμένο και κύμα βλοσυρό με κατατρέχει
κι εσύ κυλάς στα κύματα μαζί με μια αλμύρα 
και χύνεσαι στης θάλασσας μου το πλάτεμα 
και γίνεσαι φως σα παλιού κρασιού αντανάκλαση
κι όλο χύνεσαι στην κούπα μου 
κυλώντας ανελέητα με μια καμπυλόγραμμη ηδονή
με μια σιωπή 
την ασταμάτητη κραυγή σου μου χαρίζεις
Alfredo Araujo Santoyo

"Σαν το γυμνό κλαδί που αναθυμάται

την άνοιξη του ντύματός του -
μοναχικό,
του μεγάλου ύψους πουλί τ'όνειρό μου"



Μα δεν αλαργεύει μήτε ο γλάρος σου
αυτός ο υπόγειος επίκουρος μιας φρόνησης

αναμεσίς  στα μάτια μου και στα νέφη
κατατρυπά τις ολόλευκες φτερούγες του
χτυπώντας τις κραδαίνοντας μανιφέστο απειλή 
κι όλο κοιτά από ψηλά, άγρυπνης κραυγής πείσμα
κι όλο ξαμώνει τα κύματα , στων ματιών το θολό ντύμα
κι ύστερα ανηφορίζει και θρονιάζεται στις νεφέλες μου
πριν μια παράδοξη βουτιά ως τον αφρό της ψυχής χαραμίσει
πριν στις σελίδες του πάλι χαρακωθεί επιφυλακτικά
χλευάζοντας της δύναμης την αδυναμία


κοίτα τον

πάλι θα ανέβει ψηλά
εκεί στα δύο σύννεφα που τον καρτερούν
πάλι θα βουτήξει πύρινα 
εκεί που τα κύματα  χάρτινο πλεούμενο θα σε ταξιδεύουν
εκεί που ότι αγαπάς το αγαπάς
για πάντα

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Παρενθετικά : Μανώλης Μεσσήνης
Ζωγραφική: Alfredo Araujo Santoyo
Σαξόφωνο: Kenny G.




Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Συμπαντική Καμπυλότητα

E. Chatzidaki/[Oil on Canvas]


"Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.

Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται..."


πόσο ήσυχα νεκροί περπατούν 
φιγούρες δραπέτες από του Μονέ τη μοναξιά
χάζεψα τα μάτια τους τα αδειανά
δε μου θύμισαν το γέλιο από παιδιά στο σοκάκι
μήτε και του θέρους το πιο ανάλαφρο φιλί μάθανε να φοράνε

μόνο τους μέλημα να περπατάνε για κάπου
να μιλούνε για όπου,
να κοιτούν δίχως να θωρούν μια ξεπεσμένη τροχιά περαστική
να πεθαίνουν , όμορφα με μια μάσκα ζωντανή
σε δρόμους άγνωρα γνωστούς 
να καρφώνουν βήματα στο πουθενά παρά πέντε
να σημαδεύουν αγάλματα στο τίποτα και κάτι
να ανασαίνουν , δίχως ανάσας ανάγκη
πόδια ερμητικά καμένα σέρνοντας, 
γης αλλόκοτης ηφαιστειακή λάβα 
παγωμένα νεκρωμένη από καιρούς


όμως
πάντα ένα όμως , ένα τόσο όσο όμως 
πάντα εσύ , ένα όμως 


" Ὅμως, ἐσύ,

δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -


κι έλεγε ο ποιητής 
πως είναι τύχη και ευδαιμονία 
σα ένα βλέμμα ανάγκη να μην έχει για σκιά
να κρυφτεί 
και με ένα οικειοθελώς να εισβάλει στο δικό σου
και σε ρωτούσα " τι να λέει..τι να θυμάται τώρα πια"

τα βήματα ξένα συνέχισαν 
βήματα των πολλών , ευλαβικά καθώς πρέπει 
σε συντεταγμένες προδιαγεγραμμένες 
καθώς δεν θα πρεπε

μα δε με ένοιαζε πια
ποτέ πια δε θα με ένοιαζε
μήτε πλάι πέρασες βιαστικά 
μήτε παράλληλα , μήτε και σε ιερή ευθεία
μήτε και σε συντεταγμένες άρρωστες 
φοβισμένων και θλιβερών θνητών 
και αμφιβόλου προελεύσεων σταθμών

μόνο σε μια καμπυλότητα του χωροχρόνου
ιερά σμιλευμένη και απόκρυφη 
-των συλημένων νεκρών τη λήθη προσπερνώντας- 
αυτή που μόνο σαλεμένοι ναυτικοί θωρούνε καθάρια
σα σ' άλλους κόσμους όμορφους τη ρώτα τους συστρέφουν
με μάτια γιομάτα των φάρων όλων το στιγμιαίο φως , 
και χορτασμένα το λήθαργο το θανατικό
μιας όμορφης οικειοθελούς πλάνης
κι όση σκόνη ψυχής ασάλευτης μου πήρες να βαστάς 
τόση σου κράτησα κι εγώ να ταξιδεύω 
τα πέρατα ωραίων θαλασσών 
που λίγοι τα πατούνε


κάποιοι με ρώτησαν τι ήσουν 
μα που να με ακούσουν μέσα στα μετρημένα τους βήματα...


"  Ἤσουν νερό,

κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ..."


 σε ντύθηκα και σε γδύθηκα
βασανιστικά 
 σε κράτησα και σε έχασα
λυτρωτικά
 σε πλύθηκα και σε ταξίδεψα
ιερόσυλα  
 σε γιόρτασα και σε έβρισα
ανατρεπτικά
 σε έμαθα και σε ελευθέρωσα
 σε θέλησα και σε έδιωξα
αλώβητα 

 στο Όλον του τίποτε 
στις πολλαπλές φωνές μιας καμπυλότητας 

και μέχρι να νυχτώσει 
κάπου ανάμεσα στα βήματα των βιαστικών τίποτα
σε μια καμπύλη τροχιά μακριά της ανοησίας
νότια αποκομμένα αφανούς υποκρισίας 
σε άγγιξα 

(C) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Παρένθετη ποίηση: Νικηφόρος Βρεττάκος [Οι μικροί Γαλαξίες]
Abstract Painting : VaGo [E. Chatzidaki]


Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Αλμπατρός [Αόρατη Ορατότητα]



"Συχνά για να σκοτώσουνε τον άδειο τους καιρό
οι ναύτες παίζουν με «άλμπατρος» που πιάνουν επιτήδεια

τεράστιους γλάρους που πετούν απάνω απ’ το νερό

κι ακολουθούν, νωχελικοί συντρόφοι, τα ταξίδια.."

_._

Στάθηκα και την κοίταξα στερνή φορά
δεν το ήξερε
μα κρυφά είχα φύγει 
τώρα με θρόνο μια νεφέλη αέρινη την κοιτώ
πάλι γδέρνει σιγανά τα πετσιά των νυχιών της
την κοιτώ ακόμα
τα μάτια της κοιτάνε περήφανα κενά
προκαλώντας θεούς σάτιρους εγωιστές 
απροσδιόριστα αγαλματένια
δε σαλεύει
ούτε καν να ξεγελάσει κανένα πως ζει
στύλωσε τα μάτια,  περαστικό αλμπατρός 
σαν από πάντα κολλημένο στον αφρό 
σα δαίμονας που πεισματάρικα τσαλαβουτά
και σπέρνει αφρούς το κύμα
μη ειρηνέψει και την καρίνα απαρνηθεί 

_._

"Κι όταν στο κατάστρωμα, πατήσει το ένα πόδι,

απ' την αδέξια μορφή του, το ράμφος κοκκινίζει,

αφήνει τις φτερούγες του, σιγά-σιγά από τόλμη,
σα δυο μοναχικά κουπιά, που κάποιος δε τα σέρνει..."

_._
Τώρα θα περπατήσει το κατάστρωμα
Θα στρίψει τον καπνό
νωχελικά , σχεδόν σοβαρά
όσο σοβαρά δεν υπάρχει στην πλάση της τίποτες 
θα χαρίσει μόνο τρία βλέμματα 
ένα  στο συννεφένιο θόλο 
που στη γη τη συγκρατεί με νύχια και σπαθιά
ένα στην θάλασσα την πανούργα
που στα πόδια της , την ψυχή της ακουμπά
κι ένα στο πετούμενο αλμπατρός
που πάντα την κοιτά γυμνά
λίγο πριν κραυγάσει 
σοβαρά φασαριόζος
"Βίρα τα πανιά καπετάνιε, χειμώνας του νότου γλυκερός"

_._ 

"Πως ο περήφανος ταξιδευτής, τη δείλια δε προστάζει!

Αστείο που 'ναι άχαρος, με στιλ νεφελοβάτη! 

Ένας με το τσιμπούκι του, στο ράμφος το χτυπάει,
κι άλλος, σα κακός ηθοποιός, χλευάζει και γελάει..."

_._
κι ο δικός της καπνός 
να , όπως ακριβώς το περίμενα 
αυτός ο αχνός καπνός 
πάντα ραντισμένος με μέντα
και μόνο μια ιδέα του
να διαπερνά σιγανά τα φτερά  ως το ράμφος
αυτός δε με ενοχλεί
δε με αγγίζει καν , περιφρονώντας με
ανηφορίζει προς τις νεφέλες 
θαρρείς γραφτό είναι 
μιας συννεφένια συνωμοσία 
την ανάσα να ποτίζει σε απέραντο ουράνιο κήπο

κι ύστερα να χάνεται υπάρχοντας
-δίχως  μήτε κηλίδα ίχνος στου ουρανού το διαυγές-
ακόμα πιότερο δυνατός
πάνω στην πλάση τούτη
ανίατο κενό και αδέσποτος κρατήρας
ευλαβικά αόρατος
έξυπνα αφανισμένος σε ανέφελες σκιές  

_._ 

"..Ίδιο το βάρος του ποιητή, ως ξένοιαστος του αγέρα,
παράλληλος των καταιγιδών, 
το Νου του δε γυρνά,
και όταν φτάνει ακέραιος, στης κοινωνίας τη πλάνη,
ξεπέφτει γιατί δεν χωράν, 
τα πούπουλα στην άκρη..."
_._ 
Στέκεται ακόμα εκεί
με τ' αόρατο 
αιώνια παγιδευμένο στην ορατότητα τούτη
στη διαυγή του ουρανού αντάρα
καλά προφυλαγμένο 
πίσω από μάτια ανεμοδαρμένα
από του χθες και του αύριο την πεζή χυδαία απειλή λυτρωμένο
αυτή που αλλοπαρμένου ποιητή τα μάτια 
να  σκιάζει δε βαστά κι αποχωρεί

Δε θα ανάψει άλλο καπνό
θα σταθεί ώρα πολύ 
με μάτια παράλληλα του τώρα
και νου διαγώνια του πολύ 
χιλιοστά κατακόρυφα των κραυγαλέων εποχών
μίλια νότια στου χαμόγελου μια πιθανή καμπυλότητα
Πάλι θα ζηλέψω
και θα σταθώ να την κοιτώ να χάνεται
στα σοκάκια της άχνης των κυμάτων
να αρμενά 
με ότι ερμητικά δικό της κραδαίνει
από του λίγου την τιποτένια συντεταγμένη
ιερά προφυλαγμένο

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Έργο Ζωγραφική: Marek Langowski














Charles  Baudelaire  (1821-1867)