Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Αιώνιοι Αφεντάδες

Γύζης/ Εαρινή Συμφωνία



"  Μακρινές συναυλίες, οπάλινες σπίθες του πρώτου σπιτιού μας μες στη λαύρα του θέρους, 

στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια, 

Θ’ ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ’ αχιβάδες και κάστρα

που βουβά παραστέκουν σ’ όσ’ αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
αυλακώνουν μ’ αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες, 
Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι, 
μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα και πόθο που λες πάει να σβήσει κι αποτόμως γυρεύει
ν’ ανεβεί πιο ψηλά, να γκρεμίσει, να σπάσει, παραθύρια ν’ ανοίξει, να φωνάξω, να κλάψει, 
να ρημάξω, ν’ αράξει, να σκιστεί, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά, 
περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ’ αρβανίτικο χώμα..." 

[Ν.Εγγονόπουλος ]


Το βράδυ είχε πάρει την πλάση
στην σκοτεινή του αγκαλιά, νανούρισμα πελαγίσιο
Οι στερνοί προσκυνητάδες ,
θεριστές μιας εικόνας από τούτη τη γης φεύγουν.

Στις αποσκευές τους θα βαραίνει ο μίτος , πάντα τυλιγμένος
Στα μάτια θα αντανακλάται το άρωμα από τις ασάλευτες Παριζιάνες
Στα πόδια , μια υποψία από τα δεσμά του ανθρωπόμορφου θεριού
Στην ψυχή, μια αθιβολή θάλασσας ανεξίτηλης σε διαταγή  αρμονίας.

Κάπου ψηλά , πέρα από των ματιών τους το εφικτό, κάποιοι μιλούν
ψιθυριστά, πάντα ψιθυριστά μιλούν , μην τρομάξουν των θεών την αλαζονεία
μην θυμίσουν στην βασίλισσα πως νεκρή από καιρούς κοίτεται
μην ξυπνήσουν το θεριό , του αίματος του πορφυρού τη ποθησιά του μη τραντάξουν.
_*_

- Κοίτα, με μια στερνή ματιά πίσω τους αφήνουν πάντα τούτα τ' ανάκτορα
- Όλα γαλήνια, πως στέκονται τότε θαρρείς, τους αιώνες σεβόμενα
   κληρονομιά και χνάρια ιερά των αφεντάδων τους των αληθινών θαρρείς
- Τόσα χρόνια αποκοιμισμένοι, ύπνο βαθύ κι ατάραχο κραδαίνουν, η μήπως όχι..

Είναι η ώρα που τα ξενόφερτα γέλια σταματούν
Οι κάμερες κλείνουν μ' ένα χαμόγελο και το παλάτι γαληνεύει
τα πλακόστρωτα του σιγούν κάτω από άλλες πατημασιές , αθόρυβα αέρινες
και παραδίδεται ξανά στους αιώνιους αφέντες του, ανάκτορο λαμπερό
Είναι η ώρα που οι εποχές το μίτο τσουρλάνε, στον αιώνιο πηγαιμό τους.

-*-

- Είναι σκοτεινά
- Ε και;  Πάντα έτσι είναι . Αργά και σκοτεινά. Έτσι πρέπει. Έτσι αρμόζει.
- Μα είναι μύθος μόνο...
- Ε και ;  Τι ποιο όμορφο είναι.  Τι ποιο δυνατό θωρείς. Ποιος θα πει..
  Η λάμψη η το σκότος, ο μύθος η η ζωή, το αργά η το πολύ, θάνατος η ζωή
- Σιώπα , κοίτα ! Μια θύελλα. Χώμα.Αντάρα. Είναι η ώρα τους ...

Μύθους πολλού πως φτιάξανε στους χρόνους
για πόλη όμορφη παλιά, θαμμένη μες τη γης τους αιώνες
από του χρόνου του φονιά καλά κρυμμένη την ανελέητη λεηλασιά
κι από στοιχειών την κόλαση κι από πυράς τη λάβα, για πάντα ζωντανή
μια αήττητη βασίλισσα , δαιμονική θεά
βάλσαμο  κραδαίνοντας κέδρου και  γιασεμιού παραίσθηση

- Σιώπα!
  Σβήσε τ'αστέρια ! Γρήγορα...

Σβησμένα ιερά και τα αστέρια τ' ουράνιου στερεώματος
από ώρα , σε μια παράδοξη σιωπή θαρρείς παραδομένα
στερνή παραχώρηση στο χρώμα των τοίχων τούτων
σταματημένα , άφωνα θωρούν τούτο το αιώνιο ιερό 
λες την γαλήνη των αιώνων να μην τρομάξουν
λες της βασίλισσας το θάνατο σεβόμενα, αίμα να μην τραντάξει
είναι η ώρα που γυρίζουν οι εποχές, η ώρα των Μινωικών Αφεντάδων!

- Σιώπα, μη μιλείς
   και σαν μιλείς να σκέφτεσαι, αιώνες κείτονται άψυχοι
   και τούτη η ώρα πάντα μένει η δική τους
   του ιερού τούτου οι μόνοι αφεντάδες
   που τον καιρό τον όμορφο αφήνουν να τους σμιλεύει μύθους
   γιατί κι αν τέχνη ήτανε , μύθος δεν ήταν ποτές η ζωή τους

Σκοτεινιάζει κι άλλο
οι φιγούρες ξεθωριάζουν κι ο μίτος αφημένος
τα γέλια τους πως αναβλύζουν από χώμα ξανά σαν ο θόρυβος σταματά
εκεί που αιώνες μείνανε και μένουνε θαμμένα σεμνά με ιερότητα
μακρά από των ημερών το άκαρδο φως και τη ψευδή βουή.

- Σου είπα μη μιλείς
  λένε πολλά οι άνθρωποι, που πάντα δεν λογούνται
  για αυτό και πάντα ντύνουνε με μύθους τα ύστερα τους
  άφεση για να δόκουνε στις σκέψεις τις σκιές,
  κι όμορφα να ιστορήσουν το αύριο και το χθες τους
  που λήθη άψυχη ποτές δεν θα γεννήσουν σε τούτο το ιερό.

- Κάτι σάλεψε
- Άκου ! Να , κοίτα ! Όχι, μην κοιτάς . Μόνο νιώσε !

Τότε είναι που το ανάκτορο ξυπνά
Κι αν αφουγκραστείς, με νου καθάριο,
ίσως ακούσεις τα γέλια, τις ανάσες , τις μιλιές ...

Ο βασιλιάς , άκου...
Η η πριγκίπισσα να είναι ...

-  Άνθρωποι,
   θωρούνε ότι βλέπουνε
   κι ότι λογούνε ανθρώπινα λειψά, μονάχα νοιώθουν
   με μια εικόνα στατική, θαρρούν πως μας εμάθανε,
   τα λόγια μας, από τα όνειρα ως την αναπνοή..

- Να είχανε μάτια πιο τυφλά , να βλέπανε πιο πέρα
  Χέρια πιο καθαρά, ν' αγγίζουνε το νου
  Καρδιά ανοιχτή να συμαζώνανε τη σκόρπια τη ζωή τους
της φαντασιάς το ανόσιο ν' αφήναν καταγής...

Στη γη τούτη την ιερή..
Σαν όλα τα φώτα στερεύουν
τότες τα μάτια βλέπουν
Σαν όλα τ' αστέρια σβήνουνε
τότες όλα κολυμπούν στο φως το ιερό
Σαν όλες οι φωνές σιγούν
τότε από τον ύπνο των αιώνων τους ξυπνούν
Αιώνιοι Αφεντάδες
το μίτο τους αιώνια να κυλούν.

_*_

Πάντα κάτι σαλεύει σε τούτο το ιερό
Σαν τα ουράνια φώτα σβήνουν με ευλάβεια στους καιρούς της αβύσσου
Σαν η αιώνια ψυχή ταξιδεύει στα χνάρια του μίτου
κι ο θάνατος από το θάνατο την αλήθεια ελευθερώνει.

" Κι όπου φτάσει, αν φτάσει, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις, 
τροπικούς και πηγάδια θα διαβεί, ως να φέξει η αυγή η πλανεύτρα μ’ άυλων Κούρδων κραιπάλη, 

Ν’ αγοράσει κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη, 

Στη μορφή μου να δέσει τη μορφή των πουλιών." 
Ν.Εγγονόπουλος

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Παρανθετικά, Ν.Εγγονόπουλος
Η υπέροχη "Εαρινή Συμφωνία " χρεώνεται στον εξαίσιο Γύζη
Μουσική, A. Bocceli & S. Brightman
____________________________________

...και ναι , τούτο το ιερό παλάτι το καταλαβαίνεις ,
μόνο σαν σιγούν οι άσκοποι θόρυβοι..
τότε αν αφουγκραστείς θ' ακούσεις τους αιώνιους Μινωικούς Αφεντάδες του...





Κυριακή 20 Απριλίου 2014

The Very Never Known

Antonio Mora

Who  to be
What to see
Who to let see

I am me , the very me
The deepest me 
you never will see

But then again

You may for a while of space
You will for a while of time
You perhaps for a longest of need

Yes you may, go ahead

translate me
approach me
touch me

But never forget
I am me, the very me 
You will and never know...

_____________
Evangelia Chatzidaki
No Parenthesis [...at all]
Music : Emmy Curl 
Photography : Kerstin Kuntze &  Antonio Mora
Kertin Kuntze



Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Το Σκαρί


" Γιατί περπατούσα μονάχος,
  Κάτω από τα βουβά αστέρια και τότε, 
  Ένοιωσα όλη τη βουβή δύναμη που υπάρχει στον ήχο....

  Και στάθηκα , 
  Μέσα στην ερεβώδη από την επερχόμενη θύελλα νύκτα, 
  Κάτω από κάποιο βράχο, ακούγοντας τις νότες που είναι 
  η γλώσσα η φασματική της αρχαίας γης 
  Η έχουν τη σκοτεινή τους κατοικία σε μακρινούς ανέμους.

  Από εκεί άντλησα τη δύναμη της ενόρασης "
                                      [Whilliam Wordsworth/ The Prelude]
  
______

Μια μέρα θα σου δείξω τη θάλασσα μου
με τα κέφια της ζει και ανασαίνει
αλλόκοτη σαν κι εμένα
υπάρχει, με νηνεμίες και τρικυμίες
αγαπά να υπάρχει, δίχως κανόνα και συντεταγμένες
αγαπά να αγαπά , δίχως συμβάσεις κι αριθμούς
αγαπά για την αγάπη.

Μια μέρα θα σε βάλω να αφουγκραστείς τον άνεμο μου
όπου πηγαίνει πάει, αυτόβουλα, δίχως στα χέρια πυξίδα να κραδαίνει.
Συντεταγμένες, ποτές δεν λογίστηκε μήτε και τούτος. 
Ωσάν και οι θάλασσες οι πλατιές , οδούς και αριθμούς δεν έχουν
έτσι κι αυτός μια λέγεται βοριάς και μια νοτιάς 
μια δροσερός στου θέρους την κάψα 
και μια κυμάτων θεριών γέννεσης υποκινητής.

Και η ρώτα ίδια σε χρόνους κι καιρούς για τούτα τα στοιχειά 
ποτές δεν στάθηκε, μήτε θάνατο λογίζεται, μήτε τη ένοιαζε ποτές η ύπαρξη της .

Λίθοι στιβαροί , στο σύμπαν να ορθώνουν, πλάσματα των ορίων  

καθώς μιας κυκλικής διαδρομής την ιστορία γράφουν,
κουλουριάζοντας τη θέληση γύρω από την ίδια την υπέρβαση της. 

Θα σε περπατήσω στις αναμαλλιασμένες βροχές μου
Θα σε βαφτίσω στην αρμύρα των κυμάτων μου
Θα σε γιορτάσω στα παζάρια των χαρωπών πραματευτάδων μου
Και θα σε κεράσω ένα ρακοπότηρο σύννεφο, λιποτάκτη τ' ουρανού 
Και θα σε χορέψω με τα ανάλαφρα κύματα , 
σαν τα λευκά φουστάνια τους λικνίζουν στου πελάγου την απεραντοσύνη. 


Μα πριν από όλα
Θα σου δείξω και το σκαρί μου
ένα δούρειο λυτρωτή, που πάντα με φυγαδεύει νύκτα
ακριβώς από όλα όσα μαίνομαι τα δεμένα λυτρωμένη
από όσα ποθώ και φοβάμαι, άξιος δραπέτης και δεσμοφύλακας
πάντα με το άλλοθι της τρέλας και του λόγου
πάντα με το συμβιβασμό της σοφίας 
πάντα με τον κίνδυνο της ερημιάς
μα ποτέ με την ανασφάλεια της ματαίωσης.


Με τούτο σαλπάρω πάντα
και σ' αναζητώ
και για τούτο ακριβώς όλα συνεχίζουν 
να υπάρχουν δίχως όρια 
και για τούτο ακριβώς , κάθε που θα σ' αναζητώ 
θα βρίσκω λίγο θεό στο κύμα
μια λάμψη αστραπής στο σύννεφο
νόημα στην μία λέξη που όλα τα κρατεί.
Εκεί που θα καταλήγουν όλες οι λέξεις..


(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Παρενθετικά Whilliam Wordsworth/ The Prelude
Φωτογραφία Bedri Akcay
Μusic / Maroon 5 ..ανεβάζουν τη διάθεση με μια ζωντανή μελωδία!!
[...taste it loud out!!!]



______________________
Η ουσιαστική αγάπη, 
 μένει πάντα η δυνατότερη υπέρβαση 
της ίδιας της ύπαρξης της 

The Prelude. (book V )
[http://www.bartleby.com/145/ww287.html]
“One day, when from my lips a like complaint 

Had fallen in presence of a studious friend, 
He with a smile made answer, that in truth 
'Twas going far to seek disquietude; 
But on the front of his reproof confessed 
That he himself had oftentimes given way 
To kindred hauntings. Whereupon I told, 
That once in the stillness of a summer's noon, 
While I was seated in a rocky cave 
By the sea-side, perusing, so it chanced, 
The famous history of the errant knight 
Recorded by Cervantes, these same thoughts 
Beset me, and to height unusual rose, 
While listlessly I sate, and, having closed 
The book, had turned my eyes toward the wide sea. 
On poetry and geometric truth, 
And their high privilege of lasting life, 
From all internal injury exempt, 
I mused; upon these chiefly: and at length, 
My senses yielding to the sultry air, 
Sleep seized me, and I passed into a dream. 
I saw before me stretched a boundless plain 
Of sandy wilderness, all black and void, 
And as I looked around, distress and fear 
Came creeping over me, when at my side, 
Close at my side, an uncouth shape appeared 
Upon a dromedary, mounted high. 
He seemed an Arab of the Bedouin tribes: 
A lance he bore, and underneath one arm 
A stone, and in the opposite hand a shell 
Of a surpassing brightness. At the sight 
Much I rejoiced, not doubting but a guide 
Was present, one who with unerring skill 
Would through the desert lead me; and while yet 
I looked and looked, self-questioned what this freight 
Which the new-comer carried through the waste 
Could mean, the Arab told me that the stone 
(To give it in the language of the dream) 
Was "Euclid's Elements," and "This," said he, 
"Is something of more worth;" and at the word 
Stretched forth the shell, so beautiful in shape, 
In colour so resplendent, with command 
That I should hold it to my ear. I did so, 
And heard that instant in an unknown tongue, 
Which yet I understood, articulate sounds, 
A loud prophetic blast of harmony; 
An Ode, in passion uttered, which foretold 
Destruction to the children of the earth 
By deluge, now at hand. No sooner ceased 
The song, than the Arab with calm look declared 
That all would come to pass of which the voice 0 
Had given forewarning, and that he himself 
Was going then to bury those two books: 
The one that held acquaintance with the stars, 
And wedded soul to soul in purest bond 
Of reason, undisturbed by space or time; 
The other that was a god, yea many gods,”