Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Θεριό Από Θεριό




"Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια
Θὰ σοῦ φτιάξω ἕνα ξύλινο σπίτι
Θὰ σοῦ δώσω ἕνα λαγήνι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἕνα κοντάρι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἄλλο αἷμα νὰ παίζεις...."


-*-
Το αγαπά τούτο το θεριό. Πάντα.
Γεννήθηκε να το αγαπά, δίχως γιατί
Έμαθε να το αγαπά , δίχως αιτία κι αφορμή
Αλλιώτικα δεν υπάρχει μήτε διαφορετικά 

Ποτές δεν το απαρνιέται. 
Λες και κρατά σωτήριους φόβους εντός , 
για να μην ξεχνά να ζει
Λες και αλυσοδένει τον λυτρωτικό πόνο ,
 που ξύπνιο  το νου κρατά, σε κώμα να μην πέσει

-*-
Μείνε θεριό
Θεριό είμαι πια κι εγώ ταυτόσημο σου
Δε θα τρομάξω , μα μου αρέσει η γεύση ετούτη η ηδονική
Κάτι να έχω να φοβούμαι , 
πιότερο κι από μένα σαν πέφτει το σκότος της νυχτιάς στο παλάτι
Κάτι να έχω να αναρωτιέμαι , 
πιότερο από τη δική μου ανυπαρξία, γης  παραδομένη σε περιστύλια

Μείνε θεριό
Σε εφώναζα  με πολλά ονόματα
Κάποτε σε λόγισα πιότερο από εμένα
Και τώρα να σου μοιάζω πως με γαληνεύει
Να μας φοβούμαι και τους δύο, πάρα μονάχα εμένα 
στης νύχτας το ιερό άσυλο

Και αγάπη σε είπα και ουρανό
Και θεό και δαίμονα και άγιο σε φώναξα
Και κύμα και κατάρτι και δήμιο και λυτρωτή σε λόγισα
Μα θεριό ωσάν σε αποκαλώ ,  σ' εμένα μέσα σε θωρώ
Πως γίνονται τότε οι Εποχές και Αγνάντι και Θύελλα και Στάχτη
και αφέντρες ακατάληπτες και δαιμόνισσες ατιμασμένες

Μα πόσο  θεριό ήσουν εσύ και πόσο εγώ 
Σαν την ύλη σου μου στάλαξες
να βάφει των θαλασσών μου το νερό
Ολοαντάριαστα  πέλαγα, νεφών κι ανέμων να υποτάσσω

-*-

 Το αγαπά τούτο το θεριό. Πάντα.
   Ποτές δεν το απαρνιέται. 
   Είναι που το ακούει πάντα όταν μιλεί
   Είναι που σαν θεριά , 
ίδια διάλεκτο μιλούνε αιώνες κι εποχές 
Είναι που σαν θεριά ,
ίδιο ουρανό διατρέχουνε και ίδια κατάρτια σπάνε
Είναι που τις μέρες το σκοτώνει
και τις νύχτες το δημιουργεί απ' την αρχή

Είναι που έχει κάτι 

πιότερο από το εγώ της να φοβάται....

-*- 
Και κάθε που δυνατά σε λογούσα , 
         θεριά τα χέρια μου τρυπώντας , γεννιόταν , να σε περισώσουν
Και κάθε που  στερητικά του εγώ μου, σε ελευθέρωνα
         θεριά την ψυχή μου κατοικούσαν, θαρρείς να σε γλυτώσουν από με
Και κάθε που τον ουρανό σου διάβαινα 
         Θεριού μορφή κι οι νεφέλες, τα μάτια σου να μην παραδοθούν ποτές σε πόνο  

Μείνε θεριό
Τώρα είμαστε τίποτα από το τίποτα 
Ίδια πάντα η  διάλεκτος κι ίδια,  το αίμα γευόμαστε  

Θεριό από θεριό γέννημα σου ομοούσιο
Αγάπη από αγάπη και δήμιος από δήμιο, πόσο μοιάσαμε 
Πάθος από λάθος και ζωή από θάνατο , κατ' εικόνα και ομοίωση
με ένα ροκάνισμα στων σοφών τις σιδερένιες άγκυρες 



"Θὰ σὲ φέρω σ᾿ ἄλλα λιμάνια
Νὰ δεῖς τὰ βαπόρια πῶς τρῶνε τὶς ἄγκυρες
Πῶς σπάζουν στὰ δυὸ τὰ κατάρτια
Κι οἱ σημαῖες ξάφνου νὰ βάφονται μαῦρες..."


-*-
Θα ταξιδέψουμε θεριό, έτσι δεν ήθελες 
σε ουρανούς ατέλειωτους και ακατάληπτους 
και σε θάλασσες πιο πλατιές από το νου το μετερίζι 
θα βρούμε όλα όσα φοβόμαστε , δίχως κανείς να ορίζει
Θα δαμάζουμε όλα όσα φοβίζουμε  , δίχως να ξεψυχούμε
όλοι οι φόβοι θα μας παλεύουν , κανένα δεν θα σκιαζόμαστε 

Μια ανακύκλωση ρητή και μυστικά αδιάσπαστη

Θεριά από Θεριά και Κύματα απ' τα Νέφη
όπου δεν σκιάζονται ποτέ 
Την αστραπή, τον άνεμο, το κύμα που κατάρτια σπάει
Των θεών την οργή και των αγγέλων τη μελωδία 
σαν πλανεύει την κοιμισμένη γη 
στων καιρών την αιώνια νυχτιά
των θνητών τον αιώνιο θάνατο

Και μετά , ω μετά 
Μετά θα κοιτούμε την πολύπαθη γης από ψηλά
Δίχως να μας αγγίζει ο νους τ' ανθρώπου 
Δίχως να μας υποτάσσει ο καιρός, δίχως να μας λογά ο πόνος
Γιατί θα μαστε θεριά , αφέντες διαφεντευτάδες , 
κουρσάροι ανελέητοι και πύργοι απόρθητοι τ' ουρανού

Των πιο πλατιών των θαλασσών , 
των πιο βαθιών των ουρανών στοιχειά 
άθικτη ανακύκλωση του ουρανού στις θάλασσες , 
στης ύπαρξης την ανυπαρξία 


-*-
Κι όμως έμεινε να τ' αγαπά τούτο το θεριό. 
Από Πάντα. Για πάντα.Ίδιος ο δρόμος.
Από θάλασσα σε Ουρανό 
κι από Ουρανό σε Θάλασσα, μια ανακύκλωση

Δημιουργήθηκε να το αγαπά, δίχως γιατί
Έμαθε να δημιουργεί για να το αγαπά , δίχως επειδή 
δίχως αντάλλαγμα , δίχως συναλλαγή, δίχως ζωή
 θεριό από θεριό αίμα, κατάρτι , κραυγή

-*-

"Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ ἴδιο κορίτσι
Νὰ τρέμει δεμένο στὸ σκοτάδι τὸ βράδυ
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σπασμένο μπαλκόνι
Καὶ τὸ σκύλο οὐρανὸ
Ποὺ βαστοῦσε τὴ βροχὴ στὸ πηγάδι..."



-*-

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Παρενθετικά / Μίλτος Σαχτούρης 
Φωτογραφία / Magdalena Szurek 
Μελωδικά / Θηβαίος & Βασίλης .. 
__________________________________________________






Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Ο Καιρός των Βράχων



"Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια."

Ω εσύ , φουρτούνα σε κατάρτια άυλων ανέμων

Μοναχική φιγούρα του βράχου,
παλλόμενης ιδέας του καιρού γέννημα κι αστέρευτου νερού πλάνη
πως γεμίζεις της θάλασσας τους ορθάνοικτους κρατήρες
πως και των ανθρώπων τα αχόρταγα μάτια δαμάζεις δίχως φράγμα
ως και της θάλασσα το κύμα σαν θεριεύει,την ανυπαρξία σου να σέβεται 

Ω εσύ , δαίμονας του καιρού και θεριστής του χρόνου

Μα άνθρωπος ύπαρξη, ποτές μια ιδέα δεν λογάται,
ως και άκρη δεν έχει του σύννεφου ο ουράνιος κοιτώνας
Σαν ιδέα πάλλεται, αναδιπλώνεται, κουλουριάζεται και υπάρχει
Ωσάν ουρανός , ανοίγει και σφαλίζει και βρυχάται και γελά και νοείται
Ωσάν σύννεφο, πλανιέται ανάλαφρο, σκοτεινιάζει , χορεύει, ξεχύνεται και λογάται

Ω εσύ , ανυπαρξίας ύπαρξη , αιώνια αθάνατη στο θάνατο των πάντων

Αναδιπλώνονται πέταλα οι Εποχές και υπάρχουν
Κουλουριάζονται φίδια οι άνεμοι και ξεχύνονται
Στροβιλίζονται οι πλανήτες σιωπηλά και κρατούν το σύμπαν
Ταξιδεύουν τα νεφελώματα τα αιώνια και νανουρίζουν τ' άστρα


Ω, εσύ αέρινη επανάσταση
 δίχως σκήπτρο και δίχως μανδύα από ύλη
δίχως βουλή και δίχως ορισμό

Φιγούρα μοναχική του βράχο πάντα, μια ιδέα μοναχική
να διαπερνά η αρμύρα κάθε της κύτταρο , σκόνη αστρική σπαρμένη
να ποτίζει τις αισθήσεις του γλάρου ο αμετάφραστος κρωγμός, λήθη αμετανόητη
να τραντάζει η αλαφράδα από το κύμα του βράχου το αγέρωχο θεμέλιο, σχίσμα αιρετικό

Ένα αγνάντι μόνο τελευταίο, αυτό σου αρμόζει
να χωρά στα μάτια η απεραντοσύνη των καιρών και των εποχών η λατρεία
Να κραδαίνει στα χέρια το χαλαρό της ύπαρξης συμβόλαιο
Πάντα στερνό και βιαστικό , φευγαλέο σαν ζωή
Πάντα βαθύ και άπατο , πέρα από της σάρκας τη βορά




Και μια απορία να βαστάς , αιώνια των ανθρώπων 
που κατοικεί το σκότος , που το φως, που και τα δύο αφέντες
Σε μια βουτιά στο στερνό της πλάσης χρώμα παραδομένη
Πάνω στο σχίσμα του βράχου από το κύμα

Κι οι Εποχές κι οι Καιροί
και το μπλάβο της θάλασσας και το κατάρτι το λευκό
Και οι άνεμοι που κύματα και νέφη γεννούν και ξεσηκώνουν
και η χαρά και η θλίψη και το πολύ και το τίποτα

Όλα μια ιδέα μόνο
π' άνθρωπος δεν λογάται κι άνεμος δεν αγγίζει 
μοναχικό των Καιρών του Βράχου αποτύπωμα



"Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει..."
_____________________________________________________
(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Ο Μικρούτσικος ερμηνεύει υπέροχα τον Παρενθετικό Καββαδία
Ζωγραφική "Βράχια" / VaGo [Λάδι-Ακρυλικό-Μέταλλο]