Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Ξέμπαρκες Στεριές


" Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό 

στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου 
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό, 
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν. "


Βλέμμα στο άπειρο, χρόνου βαλσαμωμένου

στέκεται στης πρύμνης τον γκρεμό και ατενίζει
σα νέφοι στεφανωνόσουν του ουρανού το άσκεπο
και γλάροι σα χτυπούν παγκόσμιου ρολογιού τους δείκτες
εκεί που πλέκτηκε μια αστραπή σε δίχτυα νοερά  
και δρόμους αναχαράζουνε υδάτινα βαθιούς



" Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό. 
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα, 
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό, 
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν. "


Μια σκέψη τότε θα διασχίσει όλο το νου

στεριάς από εκείνες που σακάτες μόνο περπατούν
και από εκείνες τις άλλες , τις ανελέητα φτωχές 

που μικροί  και ξέμπαρκοι μονάχα τις πατούνε
σα απ' την πρύμνη θα περνάνε και θα χάνονται ξανά
ναύτες και καπετάνιος, επιλογή άλλη δεν θέλουν
θάλασσας μοναχά τα γυάλινα νερά 
καθάρια  αλύτρωτα  μόνο να σεργιανούν αντέχουν 



"Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη."


Κι έτρεξε η θάλασσα μαζί τους δυνατά

σα το αδράχτι του ζεστού πάντα νοτιά 
που όλο τη ρώτα στρέφει να κυλάει
της Αλεξάνδρειας σα περιφρονεί τα αγαθά
και για τα πλάτεματα πελάγων και ωκεανών κινάει


"Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Σταρτόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει."


Κι έτρεξε η θάλασσα , τη λησμονιά ν' αξίζει
μ' ότι τα μάτια κυβερνά, ανυπόταχτη ψυχή να τη στολίζει
απ' του Βοσπόρου τα στενά ως το Γιβραλτάρ
κι από πελάγου την ανάσα ως του ωκεανού το μετερίζι
με μια Ατλαντίδα να τραβάει σε θαλασσινά στενά
όσο στην άκρη μια στεριά με όρια πορίζει

Μα δε λογούνται οι θαλασσινοί
Ακούν το κύμα , πάλι σαν αναρωτιέται



"Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα. 
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα. 
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα. 
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα. "


Μοίρα αλμυρή , θαλασσινή παραδομένη
ευχής  κατάρα σε πρύμνη και κατάρτι,
παντοτινά , σφιχτά  δεμένη
ένας ερχομός απ' τ'  άγραφο του πουθενά 
προορισμός ,μόνο γης ολάκερης 
τα μήκη και τα πλάτη τα ανοιχτά

"Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο

όνομα. Εύα από την Κίο.

Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στο Αμανάτι
και η τέταρτη είν' έν' αγόρι μ' ένα μάτι.."


Πάντα οι κυκλώνες, ένα όνομα κρατούν 
χαραγμένο μ' αλάτι στης θάλασσας τα πλάτη
παράδεισων και κόλασης καραβίσια τα σχοινιά
για να σκορπούν το λογισμό, ανεξίτηλα του χάρτη 
Μα δε θα πω, δε μαρτυρώ τη λησμονιά
θεοί τ' ανέμου, μη μου κρύψουνε το όραμα του δρόμου
αυτό που χρόνια ξεκινά κι όλο πάει ξανά 
και σεργιανάει αγέρωχο στο λίκνισμα τ' ανέμου 

Κι ο άνεμος σώπασε και ζύγωσε τα πανιά
μια νηνεμία , να κυλά στων Εποχών  κατόπι
δαιμονικά να καρτερεί χτυπήματα γλαροφτέρουγων
πεισματικά να κοιτά της πυξίδας την κοφτερή βελόνα

" Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.

Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.

Λούφαξεν ο δέκτης του ασυρμάτου,
και φυλλομετρά τον καζαμία..."


Μα σα φυσήξει πάλι
θεριεμένα  πνευμόνια ουράνια θ' ανοίξει
ξεκουρασμένος από τη βδελυρή του τεμπελιά
αφέντης ξανά σε πανιά και κατάρτια θα τυλιχτεί
της πορείας διαφεντευτής και άγκυρας ο τρόμος
ακίνητα πανιά θε να τραντάξει
απάτητες στεριές θε να περάσει

κύματα όμορφα , σα θέλει να χαράξει


"Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στην κόλαση μπορντέλο..."


Και φύσηξε , πάλι δυνατά
ψυχές ακίνητες στεριές σαν είδε  
και φύσηξε ξανά , πιο δυνατά

Αν το πανί αγγίξεις μια στιγμή
σχεδόν θα τον ακούσεις ψιθυριστά να σου μιλάει

"Μόνο μια θάλασσα αρμόζει Καπετάνιο μου
 κι αυτή είναι που αιώνια κυλά και δε βουλιάζει.." 

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
     Παρενθετικά: Ν. Καββαδίας /Fata Morgana
     Μουσική: Ξέμπαρκοι/ Τραγουδούν το Πούσι του Καββαδία
     Πίνακες : Wieslaw Wilk & Βολανάκης 


      








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου