Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Σταθμός [ Μια Αιώνια Ακατανόητη Διάσταση]


" Τί θλιβερὸ πράμμα ὁ Σταθμός,
ποὺ μόλις νἄχῃ φύγει τὸ τραῖνο.
Οὔτε στιγμή, μόλις ποὺ ἐδῶ
στὶς ράγιες του βαριὰ σταματημένο
καὶ πηγαινόρχονταν γοργά,
ἀνίδεα γελώντας ταξειδιῶτες. "


Γύρω τόσος κόσμος 
βήματα βιαστικά , με κάτι οριστικό
βλέμματα φωτεινά η σκοτεινά 
κουβαλούν λες  κάτι τόσο βέβαιο
η έστω κάτι που μοιάζει έτσι, 
για να έχει σκοπό η ανάσα.

Κι εκείνη η κοπέλα
με τα μάτια στυλωμένα στο κενό
και τα ακουστικά στα αυτιά
αποκομμένη από τα πάντα, σαν να ζει μοιάζει
σαν να έχει προορισμό.

Κι όλοι τρέχουν η κοιτούν κενά
πάντα όμως με προορισμό και διαδρομή
στωικά συνεχίζουν να κοιτούν 
κι  αναρωτιέμαι ξανά τι βλέπουν
ένα περίεργο φάντασμα στην τελευταία στροφή
ένα κενό, για το οποίο κανείς δεν τους ειδοποίησε.

Μια θλίψη βιαστικού κενού
που κανένας άνεμος δεν απομακραίνει 
Μια κραυγή, πάνω στις ράγες 
που καμιά μουσική δεν απελευθερώνει

" Κι᾿ ὅσοι ποὺ μείνανε κι᾿ αὐτοὶ
δὲν ἔχουνε τὴν ὄψη τους σὰν τότες.
Ἡ ἄδεια θέση κι᾿ ἡ σιωπὴ
μέσ᾿ στὸ Σταθμὸ ποὺ τοὔφυγε τὸ τραῖνο.
Κι᾿ αὐτοὶ ποὺ μείνανε σκορποῦν
κ᾿ ἔχουν τὸ βῆμα τὸ ἀποφασισμένο
ὅσων τὴ μοίρα ἀκολουθοῦν."


Κι αυτοί που φεύγουν, φεύγουν
μια βιαστική κρυστάλλινη  ματιά
και μετά ο δρόμος, κρυστάλλινος κι αυτός
με μια υποψία σιδερένιας ράγας
με μια ύλη που ποτέ δεν θα δεχτούν, σίδερο.

Αυτοί που μένουν κι αυτοί που φεύγουν
δέσμιοι σε μοίρα τόσο ίδια, 
σε  βήματα τόσο σταθερά
μιας προαναγγελθείσας αποστέωσης λες
σε μια  ματιά τόσο κενή κι αυτή
μιας σκηνοθετικής πρόβας , δίχως χειροκρότημα θαρρείς
που δεν καρτερούν καν να γίνει πρεμιέρα.


" Κάθε φορὰ τοὺς φεύγει κι᾿ ἀπὸ κάτι
καὶ κεῖνοι μένουν στὸ Σταθμὸ
λυγίζοντας τὸ θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στὰ ἴδια θαρρετοὶ
δῆθεν κ᾿ ἡ πλάτη τους κυρτώνει πίσω."


Αυτοί που μένουν
τόσο στο ίδιο, τόσο στο πίσω, τόσο στο οικείο
με μια στερνή πίκρα, 
να αρθρογραφεί του χώρια την κενότητα
με μια μάταια αναμονή,
να ισορροπεί καταμεσής της λήθης και της θύμησης
με μια λαθραία ερημιά,
να κατατρώει την ψίχα του νου τα βράδια. 

" -Καταραμένε χωρισμὲ
ὅμως κι σένα ἀπόψε θ᾿ ἀγαπήσω.
Γιατί τὸ «χαῖρε» ἦταν γλυκὸ
καθὼς τὸ χέρι σειόταν στὸν ἀέρα
ἀπ᾿ τὸ μαντήλι πιὸ λευκὸ
κι᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀνθό, σὰ φῶς ποὺ ἔφευγε πέρα,
ποὺ δὲν τὸ εἶχα ἰδῆ ποτὲ
τόσο γαλήνια ὡραῖο τ᾿ ὅραμά σου. "


Μα εγώ σε πείσμα του καιρού
θα προλάβω να σ' αγαπήσω πριν σε στερηθώ
με τη φυγή, η την επιστροφή
με το αβέβαιο που πλανιέται κι ανασαίνει
θα κρατώ μια αιτία να σε αγαπάω ξανά και ξανά
ανασαίνοντας το κενό, καθώς την εικόνα σου θα ξεθωριάζει
πλάι σε ράγες οριστικά σιδερένιες 
και διάφανα κρυστάλλινες.


" Καταραμένε χωρισμέ.
Μοῦ τρέμουνε τὰ χείλη στ ὄνομά σου. "


Ευλογημένη στιγμή, 
που πετάς στη φωτιά του χρόνου τη άφθαρτη φθορά
πλανεύοντας το νου να περιγράφει την αιώνια ακατανόητη διάσταση της αγάπης.

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
Αποσπάσματα / Μ. Πολυδούρη
Ζωγραφική/ Alexander Zavarin
______________________________________

- Αλήθεια , ποιοι πονάνε περισσότερο, αυτοί που φεύγουν, η αυτοί που μένουν? 
- Αυτοί που αγαπάνε...






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου