Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Ήτανε μια Φορά & μια Εποχή


Oksana Haus -"Ερωτόκριτος"

Ήτανε μια φορά μάτια μου κι έναν καιρό

μια όμορφη κυρά αρχόντισσα να σε χαρώ

Μια μικροπαντρεμένη κόρη ξανθή

τον κύρη της προσμένει βράδυ πρωί

Θα σταθώ αγνάντι στου κάστρου την ιστορία
θα θωρώ του σπαθιού σου την άκρη, στου νερού το κάτοπτρο
και πλάι μου θα ακούγονται οι καντρίλιες αγιασμένες από τους αιώνες
και θα βλογώ του πελάγου το κυμάτισμα με μια διάυγεια που χρόνια του χρωστώ
να φέγγει στη ρότας σου το δρόμο το μακρινό στων πειρατών το πείσμα, αφέντης ταξιδευτής
και θα σπείρω της πυγολαμπίδας το φως το ασημοκέντητο σ' όλο τ' ασήμι το μαλαματένιο
όσο το πέλαγο μια στάλα του φεγγαριού θα κλαδεύει και θα στολίζει τη σκοτεινή του γύμνια  

Ένα Σαββάτο βράδυ καλέ μια Κυριακή

τον ήλιο το φεγγάρι, καλέ, παρακαλεί

Ήλιε μου φώτισέ τον φεγγάρι μου
πάνε και μίλησέ του για χάρη μου


φως και σκιά που το ολόφωτο φεγγάρι των αγγέλων κατοικείτε πλανεμένα
δειώχτε τους πειρατές τους φθονερούς και ρέματα σπείρετε απλόχερα στων πέντε θαλασσών τις πύλες 
σκιά δεν είναι και πέτρες δεν ακουμπά στο πέρασμα του, μόνο πειρατές θερίζει και κύματα δαμάζει
και τα σκοτάδια του θεού για λίγο τα σιμώνει , σα τη φλόγα του σπέρνει στα πέρατα της γης
και τ'ουρανού του νυχτοβρεχτου το μαύρο μαχαιρώνει , αίμα πορφύρα να βαφτεί του κόσμου το σαράκι
και ξαστερώνει ουρανούς  κι ακροπατεί σε βράχους απόκρημνους και σκυθρωπούς

Και είπε και διέταξε ο Ήλιος ..
- Θα φέξω τα πέρατα και δρόμους τ' ανέμου θα σμιλεύω να πατεί

Και μουρμούρισε και πρόσταξε το Φεγγάρι..
- Το σκότος μου θα ορίζω, θάλασσα αφέντρα να φέγγει κόκκινο σημάδι ερχομού

Γυρίζει κι αρμενίζει καλέ στα πέλαγα

τους πειρατές θερίζει καλέ και τους χαλά

Στον ήλιο στο φεγγάρι και στη βροχή

και μένανε μ΄ αφήνει έρμη και μοναχή

Σα φέξει της Ηώς το φως το θολερό , 
άσπιλα ολόλευκα πανιά τον ορίζοντα θα σκίσουν με μανία 
και το λιοντάρι θα ανεντρανίσει και από την πέτρα θα ανεστηθεί ολοζώντανο
ώρα καλή θα ναι και με ένα αστέρι στις χούφτες θα περπατήσω από το φόβο ως την αγάπη
και θα ξεσκίζω θύμησες παλιές , 
το φως ετούτο τ' άγνωρο να χωρέσει στου αύριο τ' αδράχτι

και της μπολίδας καθαρή θα ναι η αφή , το αίμα να ρουφά αχόρταγα, 
να σβήνει σημάδια στερνά στου πολεμιστή τη σάρκα
από κουρσάρων μαχαιριά και πειρατών φαρμάκια, του αύριο την ψίχα να γιατρεύει

Γαλέρα ανοίχτηκε μάτια μου με το βοριά

στη μάχη ρίχτηκε μάτια μου και στον καυγά

Μέσα σ΄ ένα σινάφι πειρατικό

είδα φωτιά ν΄ ανάβει και φονικό

Κι ήταν μαντάτο της σελήνης να χαρώ

"Και τότες γίνηκε το φως, αφέντης επιστρέφει
των θαλασσών και των θεριών
βαρύ μαχαίρι , χαρακιάς και σε Σαρακηνούς και σε κουρσάρους 
φονική η μάχη κι οι οχτροί καταμεσής του πελάγου 
κείτονται τώρα σιωπηλοί με μάτια άδεια
και μια γαλέρα με ολόλευκα πανιά το Κάστρο αγναντεύει κυρά μου" 

Και σώπασαν οι πειρατές στο βάθος του ορίζοντα και χάνονται
και σε θωρώ να σιμώνεις , δίχως σκιές να χαράζει το φως του σκαριού σου
κι είναι η ώρα η καλή που καταμεσής πελάγου κι ουρανού τα χρώματα παλεύουν 
κι είναι η ώρα η καλή που τις νεφέλες αποκοιμίζω , κι όλοι οι όρκοι μου ξυπνούν και σ' αγκαλιάζουν


"Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοι

κι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει.

Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη

κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙
μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα
ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα.
Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου,
δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου.
Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο
κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο,
κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση
καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση,
μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει
κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει,
ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη,
ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη
καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙
τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι..."

[ Ερωτόκριτος, μέρος Γ΄, στίχοι 583-600.]

(C) Ευαγγελία Χατζηδάκη
       Παρένθετοι Στίχοι: Κώστας Φέρρης
       Τελευταίο Απόσπασμα: Βιτσέντζος Κορνάρος 
       [Γεννημένος στη Σητεία-Έζησε κι έγραψε στο Κάστρο /Ηράκλειο. 
       γράφοντας τον Ερωτόκριτο ανάμεσα στο 1645-1648 ]
       Πρώτη εκτέλεση : Νίκος Ξυλούρης
       Πίνακας : 
Oksana Haus -"Ερωτόκριτος"
       Η ιδέα,  έμπνευση από μια φίλη καλή πέρα από τα πέλαγα  και της χρωστώ πολλά ευχαριστώ..







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου